Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Εκοιμήθη ο Αρχιεπίσκοπος των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπός μας κυρός Χρυσόστομος,ο πολυσέβαστος και αγαπητός πνευματικός πατέρας μας, δεν είναι πιά ανάμεσά μας. Εκοιμήθη την περασμένη Κυριακή τον αιώνιο ύπνο. Είναι μεγάλη η οδύνη όλων ημών που είχαμε την ευλογία να τον γνωρίσουμε καλύτερα και να ακούμε συχνά τις πατρικές συμβουλές του. Είναι στιγμές δύσκολες να εκφράσεις με λόγια τον πόνο και το κενό που νιώθεις από μία τόσο σημαντική απώλεια για την Εκκλησία μας.

Προσευχηθήμακε σήμερα όλοι για την ψυχή του και τον τιμήσαμε με την παρουσία μας στο στερνό αντίο, σήμερα Τρίτη 12 το μεσημέρι στην Ιερά Μονή Παναχράντου,στα Μέγαρα.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος των Γ.Ο.Χ. κ. Χρυσόστομος Β΄, (κατά κόσμον Αθανάσιος Κιούσης του Κωνσταντίνου και της Σύρμως) εγεννήθη στις 10-8-1920 στις Ερυθρές Μεγαρίδος (Κριεκούκι) όπου και διέμενε κατά τα έτη της παιδικής του ηλικίας. Εν συνεχεία παρέμεινε πλησίον των γονέων στην πόλη του Λαυρίου. Μαθητής ων σύχναζε στις εκκλησίες και τα μοναστήρια και αγάπησε την βυζαντινή μουσική. Συχνά, κατά τις μεγάλες εορτές με το ορθόδοξο εορτολόγιο, μετέβαινε από το Λαύριο στις Ερυθρές γιά να ψάλλει στην εκκλησία του χωριού του, όπου οι μαζευόντουσαν οι γνήσιοι ορθόδοξοι και τελούσαν ακολουθίες (δίχως ιερέα τις περισσότερες φορές, καθώς ήταν ελάχιστοι σε σχέση με τις ανάγκες του ποιμνίου). Στο Λαύριο ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές σε ηλικία 17 ετών.

.
Στή συνέχεια, εκπληρώνοντας την επιθυμία του πατέρα του, έδωσε έξετάσεις στην σχολή Ευελπίδων για να ακολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτικού. Όμως τότε ακριβώς, προσεβλήθη από σοβαρή ασθένεια η οποία τον οδήγησε στην απόφαση να παραιτηθεί της ιδέας στρατιωτικών αξιωμάτων. Θεώρησε ότι η ασθένεια ήταν θεία επέμβαση ώστε να στρατευθεί στον ουράνιο Βασιλέα και να ακολουθήσει την οδό του Μοναχισμού. Αυτή ήταν και η επιθυμία του πνευματικού του πατρός Βρεσθένης Ματθαίου. Το ακόλουθο χρονικό διάστημα παρέμενε αναρρενύοντας και μελετώντας κατ’ ιδίαν στην οικία του όπου και διέτριψε για αρκετό χρονικό διάστημα, μεσολαβήσαντος του Αλβανικού πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής.

.
Ευθύς μετά την απελευθέρωση εκάρη μοναχός στην ανδρώα Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας Αθικίων Κορινθίας υπό του τότε Αρχιμανδρίτου Καλλίστου Μακρή, του μετέπειτα Μητροπολίτου Κορινθίας. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η Μονή ευρέθη εν μέσω πυρών των αντιμαχομένων πλευρών και διεσώθη εκ του θανάτου ως εκ θαύματος. Ιερεύς εχειροτονήθη το 1947 υπό του μακαριστού Επισκόπου Κυκλάδων Γερμανού, ιδιωτεύοντας για λίγο χρονικό διάστημα λόγω ασθενείας, εξυπηρετώντας όμως ταυτοχρόνως τους πιστούς Ερυθρών και Βιλλίων για λίγα έτη. Μεγαλόσχημος εκάρη στην Ιερά Μονή Κοσμοσώτειρος το 1948 υπό του μακαριστού Γέροντος Θεοκλήτου Δαραδήμα.

.
Το 1951 - 1953 ξεσπά ο μεγάλος διωγμός των Γ.Ο.Χ. υπό του νεοημερολογίτου Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου. Οι Αρχιερείς μας εξορίσθηκαν. Οι ναοί σφραγίσθηκαν και οι ιερείς μας συνελαμβάνοντο και απεσχηματίζοντο διαπομπευόμενοι και χλευαζόμενοι από τα αστυνομικά όργανα. Την παραμονή του Ευαγγελισμού αποθνήσκει στήν φυλακή ο μακαριστός Επίσκοπος Κυκλαδων Γερμανός. Ο Σπυρίδων Βλάχος απαγόρευσε την εκκλησιαστική ταφή του και, ως αντάξιος διάδοχος του Καϊάφα, διέταξε να φρουρείται από αστυνομικούς το σώμα του νεκρού στην κλινική της Αγίας Ελένης Σεπολίων (όπου είχε μεταφερθεί πνέων τα λοίσθια από την φυλακή), ώστε να αποτραπεί τυχόν τέλεση νεκρωσίμου ακολουθίας από ιερέα των Γ.Ο.Χ.. Αλλιώς όμως οικονόμησε ο Θεός. Τήν περίοδο εκείνη, ο τότε Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κιούσης εκρύπτετο προσεκτικώς για να μή συλληφθεί καί αποσχηματισθεί από τα αστυνομικά όργανα, ενώ λειτουργούσε σε εξωκκλήσια, ή σε δωμάτια οικιών τα οποία οι ευσεβείς χριστιανοί είχαν μετατρέψει σε κατακόμβες, μετακινούμενος μόνο νύκτα και με πολλές προφυλάξεις. Σε μία τέτοια κατακόμβη τελούσε την αγρυπνία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το 1951 μαζί με τον μακαριστό Αρχιμανδρίτη Πέτρο Αστυφίδη (μετέπειτα Επίσκοπο Αστορίας Αμερικής), περίλυποι και οι δύο από την είδηση της εκδημίας του μακαριστού Επισκόπου Γερμανού. Ένα λευκό πανί μέ καρφιτσωμένες επάνω του χάρτινες εικόνες χώριζε το "ιερό" από το υπόλοιπο δωμάτιο. Δύο τραπέζια έπαιζαν τον ρόλο της αγίας τραπέζης και της αγίας προθέσεως και εκεί λειτουργούσαν, όταν (στις 2 μετά τα μεσάνυκτα) ακούστηκαν κτυπήματα στην πόρτα! Ευτυχώς δεν ήταν η Αστυνομία. Ήταν μέλη της οργανώσεως Νεολαίας των Γ.Ο.Χ. που αναζητούσαν ιερέα να ψάλει κρυφά την νεκρώσιμο ακολουθία του εκλιπόντος Ιεράρχου, αφού είχαν πείσει τον ευσεβή αξιωματικό της φρουράς του νεκρού(!) να "κάνει τα στραβά μάτια". Την αγρυπνία συνέχισε ο μακαριστός Πέτρος, ενώ για την κηδεία του Ιεράρχου μετέβη ο τότε Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος. Ενώ η νεκρώσιμος ακολουθία πλησίαζε προς το τέλος ο Αξιωματικός της αστυνομίας που παρακουλουθούσε ευλαβικά, προειδοποίησε ότι πλησίαζε η ώρα για την αλλαγή της φρουράς. Πράγματι, ενώ ο ιερεύς με τη συνοδία του απομακρυνόταν προς το αυτοκίνητό τους, έγινε αντιληπτός από την νέα αστυνομική φρουρά. Επακολούθησε καταδίωξή τους από το αυτοκίνητο της αστυνομίας. Όμως, ο Περικλής, ο έμπειρος οδηγός του ιερέως, οδηγώντας μέσα στους δαιδαλώδεις δρόμους των Αθηνών κατώρθωσε να διαφύγει και να διασώσει από την σύλληψη και τον αποσχηματισμό τον τότε Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο.


Το 1956 ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέως της Εκκλησιαστικής Επιτροπής η οποία είχε αναλάβει την διοίκηση της Εκκλησίας μας μετά την κοίμηση του αειμνήστου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, στην οποία μετείχε. Ταξίδευσε σιδηροδρομικώς στην Γερμανία και την Γαλλία μαζί με τον Ιερομόναχο Ακάκιο Παππά (νυν Μητροπολίτη Αττικής και Διαυλείας) κατ' εντολήν της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, για συνεννοήσεις με τούς Επισκόπους των Ρώσων της Διασποράς Αλέξανδρο και Ιωάννη (Μαξίμοβιτς) με σκοπό την χειροτονία Επισκόπων της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. από τούς Ρώσους, δίχως όμως τότε αποτέλεσμα διότι τούς παρέπεμψαν για το θέμα αυτό στον Μητροπολίτη των Ρώσων της Διασποράς Αναστάσιο στην Αμερική.


Στο Αρχιερατικό αξίωμα εψηφίσθη αρχικώς μαζί με τους συμπρεσβύτερούς του Ακάκιο Παπά και Χρυσόστομο Νασλίμη, από το σύνολο του ιερατείου της Ελλάδος (τον αριθμό 105), κατά την διάρκεια των εργασιών της Β΄ Πανελληνίου Συνάξεως Κληρικών. Εργάσθηκε με ζήλο, έως ότου οι συνεννοήσεις με τους Ρώσους της διασποράς στην Αμερική επέτυχαν την επισκοποίηση του μακαριστού Γέροντος Ακακίου Παππά και εν συνεχεία των υπολοίπων τότε χειροτονηθέντων αρχιερέων. Από τότε ιδιώτευε στην υπ’ αυτού ιδρυθείσα Ιερά Μονή Παναχράντου Μεγάρων, κατά το οποίο χρονικό διάστημα κατά καιρούς και πάλι προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία ως Γραμματεύς.


Το 1971 εχειροτονήθη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, αναλαμβάνοντας συγχρόνως και την ποιμαντορία της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, εργαζόμενος με όλες του τις δυνάμεις για την καλή οργάνωση της Επισκοπικής του περιοχής, μέχρι το έτος 1986, οπότε εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, θέσιν στην οποία παραμένει μέχρι σήμερα, προεδρεύοντας της δωδεκαμελούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.


Κατά την μέχρι τώρα ποιμαντορία του επετεύχθη η πολυπόθητη κάθαρση του ιερού κλήρου από ξένα και επείσακτα στοιχεία τα οποία είχαν εισχωρήσει στον ιερό αγώνα των Γ.Ο.Χ. και ανανεώθηκε το σώμα της ιεραρχίας με νέες επισκοπικές χειροτονίες κατά τά έτη 1998, 1999 και 2000.


Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος είναι ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος των Γ.Ο.Χ. που έγινε δεκτός από τον Ανώτατο Άρχοντα της χώρας, τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλον την 8-6-1998.