Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Καταιγίδα στη γειτονιά

Η δύσκολη μάχη της ελληνικής οικονομίας δεν διεξάγεται μόνο στα πρωτοσέλιδα του ελληνικού και διεθνούς Τύπου ούτε μόνο στο Νταβός και στις Βρυξέλλες ούτε καθορίζεται από τα συμβούλια ευρωπαϊκών θεσμών και τις διαθέσεις ξένων επενδυτών. Η κρίση έφθασε στις γειτονιές μας, στους δρόμους, στα χωριά. Τα πράγματα άλλαξαν πολύ γρήγορα, σαν να μας έπληξε μια φυσική καταστροφή η οποία δεν μας άφησε χρόνο να προετοιμαστούμε, να γλιτώσουμε.

Μια βόλτα σε ένα σχετικά εύπορο προάστιο των Αθηνών δίνει μια μικρογραφία των πρώτων επιπτώσεων της κρίσης. Το χρήμα στέρεψε, συνήθειες και ζωές αλλάζουν. Σε μια γωνιά, μαγαζί με σιδερικά και χρώματα κλείνει ύστερα από 21 χρόνια. «Δεν βλέπω μέλλον», λέει ο ιδιοκτήτης. Είναι γύρω στα 50 και είναι ακόμη γεμάτος ενέργεια και όρεξη για δουλειά. «Σημασία έχει να βλέπεις τα σημάδια. Αυτές οι μέρες μού θυμίζουν την εποχή του χρηματιστηρίου – αυτοί που έμειναν μέσα, πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα φτιάξουν, κάηκαν. Τώρα, άνθρωπος δεν μπαίνει στο μαγαζί. Μου αύξησαν και το νοίκι – από 800 ευρώ το πήγαν 1.700. Τους είπα: “Πάρτε το. Βρείτε κάποιον να τα πληρώνει”. Θα κάτσω λίγο να σκεφτώ τι θα κάνω. Υπάρχει πιθανότητα να πάω κάπου – υπάλληλος. Μπορεί να φύγω για έξω...». Μιλάει για άλλα μαγαζιά στην περιοχή, έχει ακούσει ότι κάποιοι δεν έχουν πληρώσει νοίκι για μήνες. «Εγώ, τουλάχιστον, είχα και καλά χρόνια. Θα δούμε...», λέει. Ακούγεται ότι κάποιοι πελάτες του φωτογράφου της γειτονιάς δεν πήγαν να πάρουν τις φωτογραφίες που είχαν παραγγείλει από γάμους, βαφτίσια και άλλες χαρές...

Αλλος, ιδιοκτήτης καταστήματος τροφίμων, λέει ότι ο τζίρος έπεσε από 600 ευρώ την ημέρα πέρυσι, σε 60 ευρώ σήμερα. «Ολο το Σάββατο έβγαλα 70 ευρώ», λέει. Ψάχνει να πουλήσει την επιχείρηση. Ο κόσμος άλλαξε συνήθειες. Περιόρισε τις αγορές. Πάει στα σούπερ μάρκετ – και εκεί είναι πιο προσεκτικός. «Εχουν και τις προσφορές, κάνουν και συμφωνίες με τράπεζες», λέει. Ζήτησε δάνειο με κρατική εγγύηση, μέσω του Ταμείου Ενίσχυσης Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ), αλλά η τράπεζα θέλει να πάρει τα λεφτά για την αποπληρωμή του παλιού επιχειρηματικού δανείου του που ήδη «τρέχει». Ο έμπορος δεν θα χρωστάει πια στην τράπεζα, αλλά ούτε θα έχει το ρευστό το οποίο το ΤΕΜΠΜΕ ήθελε να διοχετεύσει στην αγορά. Οπως οι ιδιοκτήτες που υπερδιπλασίασαν το ενοίκιο του διπλανού μαγαζιού, η τράπεζα, φοβισμένη από την έλλειψη ρευστότητας και τα ακριβά δάνεια που η ίδια είναι αναγκασμένη να συνάψει, προσπαθεί να σώσει τον εαυτό της. Δεν έχει την πολυτέλεια να στηρίξει τον επιχειρηματία ώστε να τον έχει πελάτη και στο μέλλον.

Η πίτα συρρικνώθηκε τόσο πια, που μέχρι και η βασικότερη αρχή του καπιταλισμού –η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης– έχει διαταραχθεί. Το πιο ακραίο παράδειγμα: οι τοκογλύφοι αύξησαν το επιτόκιό τους από 2% τον μήνα σε 3,5% τον μήνα. «Σου δίνουν 100.000 ευρώ και κρατάν τους τόκους», λέει φίλος δικηγόρος. «Παίρνεις, 70.000 και χρωστάς 100.000. Ο κόσμος δεν πάει πια. Λέει: “Ασε, πνίγομαι που πνίγομαι, το να χρεωθώ στον τοκογλύφο δεν με σώζει”».

Η έλλειψη αξιοπιστίας της Ελλάδας και της οικονομίας της είναι σαν μαχαίρι που διαπερνά όλη τη χώρα, από την κορυφή έως τον πολίτη. Ο πρωθυπουργός και μέλη της κυβέρνησής του αναγκάζονται συνέχεια να δίνουν εξηγήσεις σε ξένους ομολόγους τους και σε διεθνή Μέσα Ενημέρωσης. Τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται η χώρα και οι τράπεζες αυξάνονται συνέχεια. Οι εισαγωγείς δεν έχουν ρευστό για να κάνουν αγορές και οι εξαγωγείς αντιμετωπίζουν τη διεθνή δυσπιστία, αλλά και τα μπλόκα των αγροτών. Το ένα μετά το άλλο τα μαγαζιά της γειτονιάς πέφτουν θύματα της έλλειψης χρήματος, της συρρίκνωσης της κατανάλωσης και των αυξημένων απαιτήσεων του κράτους και των ιδιοκτητών. Σύμφωνα με τα επιμελητήρια, το 2009 περισσότερες από 10.000 επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο, 23.600 θέσεις εργασίας χάθηκαν και ο αριθμός εργοδοτών στο εμπόριο μειώθηκε κατά 10%.

«Και τώρα είναι καλά ακόμα», λέει άλλος καταστηματάρχης. «Ο κόσμος μπορεί να είναι πιο προσεκτικός, αλλά έχει ακόμα λεφτά. Τρώει από τα έτοιμα. Τι θα γίνει όταν αυτά τελειώσουν και δεν υπάρχει ελπίδα; Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα μπορούν να πληρώσουν το νοίκι, το φαΐ. Τι θα γίνει τότε;».