Ο Πολ Ράιαν δεν πίστευε στα μάτια του: «Είναι σαν να ήρθε το Κάιρο στο Μάντισον», δήλωσε ο συντηρητικός βουλευτής του Ουισκόνσιν, οργισμένος με τους 10.000 διαδηλωτές στην πρωτεύουσα της πολιτείας και την κατάληψη του τοπικού Καπιτωλίου. Οργανωμένες από τα συνδικάτα, οι κινητοποιήσεις εναντίον του Ρεπουμπλικανού κυβερνήτη, Σκοτ Ουόκερ, διαρκούν ήδη δύο εβδομάδες και προκαλούν αντιδιαδηλώσεις του υπερσυντηρητικού Κόμματος του Τσαγιού. Ανάλογες σκηνές εκτυλίσσονται στις γειτονικές πολιτείες Οχάιο και Ιντιάνα, ενώ οι New York Times μιλούν για «πυρκαγιά, που εξαπλώνεται από σφοδρό άνεμο». Κι αν οι παραλληλισμοί με την αραβική εξέγερση εμφανίζονται τραβηγμένοι απ’ τα μαλλιά, οι αναλογίες με τα καθ’ ημάς είναι ισχυρές.
Οπως τα περιφερειακά κράτη της Ευρωζώνης, έτσι και πολλές αμερικανικές πολιτείες είναι υπερχρεωμένες. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, οι Ρεπουμπλικανοί νίκησαν κατά κράτος και σε 21 πολιτείες πέτυχαν «τρίποντο», δηλαδή εξέλεξαν κυβερνήτη και απέσπασαν πλειοψηφίες σε τοπική Βουλή και Γερουσία. Η ηγεσία τους θεώρησε ότι ήρθε η ώρα για μια αντιμεταρρύθμιση, βαθύτερη από εκείνη της εποχής Ρέιγκαν. Ηδη, ηγετικά στελέχη τους, όπως οι Νιουτ Γκρίνγκριτς και Τζεμπ Μπους (αδελφός του πρώην προέδρου), εισηγούνται την επίσημη χρεοκοπία πολιτειών, ώστε να τους λυθούν τα χέρια για μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και για μη καταβολή των οφειλομένων συντάξεων.
Μετά την ορκωμοσία τους, οι νέοι κυβερνήτες εισήγαγαν, με αστραπιαία ταχύτητα, νομοσχέδια σαρωτικών ανατροπών, δαιμονοποιώντας δύο συνήθεις υπόπτους: τους δημοσίους υπαλλήλους και τα εργατικά συνδικάτα. Οπως σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, το επιχείρημα ότι για τα ελλείμματα φταίνε οι μισθοί και οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων δεν αντέχει στην κριτική: Πρώτον, γιατί η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην οικονομική ύφεση και στις μειώσεις της φορολογίας κεφαλαίου, που συρρίκνωσαν τα έσοδα των πολιτειών. Και δεύτερον, γιατί τα συνδικάτα είχαν ήδη αποδεχθεί εισοδηματικές μειώσεις, προκειμένου να σώσουν θέσεις εργασίας. Επομένως, ο πραγματικός στόχος των Ρεπουμπλικανών δεν είναι η «δημοσιονομική εξυγίανση», αλλά η εξόντωση του συνδικαλισμού. Αυτό προδίδουν και οι προβλέψεις των νομοσχεδίων τους: στο Ουισκόνσιν, καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και προβλέπουν απολύσεις όσων «παρεμποδίζουν την εργασία». Στην Αλαμπάμα, απαγορεύουν την είσπραξη συνδικαλιστικών συνδρομών, αν δεν δεσμευτεί το συνδικάτο ότι θα απόσχει από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Στο Οχάιο, καταργούν το δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων στην απεργία.
Οι υποστηρικτές αυτών των μέτρων επικαλούνται «τα συμφέροντα των φορολογουμένων». Στην πραγματικότητα, υπερασπίζονται μόνο την κυρίαρχη συντεχνία των φορολογουμένων πλουσίων, που δεν θέλουν να δίνουν δεκάρα για τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία των φτωχών, γι’ αυτό προετοιμάζουν την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Οπως τονίζει και πάλι ο Κρούγκμαν, είναι όχι μόνο αστείο, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνο, από τη μια πλευρά, οι μεγάλες εταιρείες να εξαγοράζουν νόμιμα πολιτικούς με στρατιές ολόκληρες από λομπίστες (ο κυβερνήτης του Ουισκόνσιν, όπως και το Κόμμα του Τσαγιού, χρηματοδοτείται αδρά από τους μεγαλοβιομηχάνους αδελφούς Κοχ) και από την άλλη να συντρίβονται τα εργατικά συνδικάτα, ένα από τα ελάχιστα αντίβαρα στην ισχύ των εταιρειών. Αντιστρέφοντας τις κατηγορίες περί «Καΐρου», ο Κρούγκμαν υποστηρίζει ότι οι Ρεπουμπλικανοί «είναι αυτοί που επιδιώκουν να μετατρέψουν το Ουισκόνσιν και τελικά ολόκληρη την Αμερική, από λειτουργούσα δημοκρατία, σε τριτοκοσμικού τύπου ολιγαρχία».
Τουλάχιστον στην Αμερική υπάρχουν αρκετοί Κρούγκμαν που τολμούν να εκφέρουν ενοχλητικές αλήθειες, ενώ ακόμη και ο πρόεδρος Ομπάμα υπερασπίστηκε ανοιχτά τα συνδικάτα. Στην πάλαι ποτέ «κοινωνική» Ευρώπη, παρόμοιες φωνές γίνονται είδος προς εξαφάνιση στο επίσημο πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό και η υπόμνηση ενός άλλου Αμερικανού προέδρου, του Τζον Κένεντι, ακούγεται επίκαιρη: «Οσοι αποκλείουν σε μια κοινωνία τη δυνατότητα της ειρηνικής αλλαγής, προεξοφλούν τη βίαιη».