Οι εξεγέρσεις σε αρκετές αραβικές χώρες δεν ήταν υποκινούμενες από εξωτερικούς παράγοντες και οφείλονται σε συνδυασμό αιτίων: οικονομικά προβλήματα (χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, αύξηση των τιμών των τροφίμων κλπ.) σε συνδυασμό με τις δημογραφικές εξελίξεις (το 60% του πληθυσμού είναι κάτω των 25 ετών), ακραίες ανισότητες στην κατανομή του εθνικού προϊόντος, στασιμότητα στη διαδικασία πολιτικών αλλαγών και «αειθαλείς» ηγέτες, διαφθορά και νέες τεχνολογίες (Ιnternet, Facebook, αραβικά δορυφορικά ειδησεογραφικά κανάλια). Από αυτήν την άποψη, οι εξελίξεις θα έπρεπε να μας αιφνιδιάσουν μόνον όσον αφορά τη χρονική στιγμή και την ένταση.
Αν και η κάθε περίπτωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, ιδιαιτερότητες και δυναμική, υπάρχει αναμφισβήτητα ένα στοιχείο ντόμινο, καθώς οι εξελίξεις αλληλοεπηρεάζονται. Η Τυνησία ήταν η θρυαλλίδα και η Αίγυπτος ενεργοποίησε ένα σεισμικό ρήγμα που στο ορατό μέλλον θα δίδει συχνές δονήσεις στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Κυρίως διότι οι Αραβες συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά ότι μπορούν να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και είναι κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσουν. Θα πρέπει, βεβαίως, να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι για οποιαδήποτε χώρα της περιοχής (της Αιγύπτου και της Τυνησίας συμπεριλαμβανομένων) η πορεία προς την πολιτική αλλαγή θα είναι ομαλή και η τελική επιτυχία εξασφαλισμένη. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσβατος.
Η Δύση είχε πέσει για μια ακόμη φορά στην παγίδα της υποστήριξης (ή στην καλύτερη περίπτωση «ανοχής») αυταρχικών καθεστώτων, υπό τον φόβο της ανόδου ισλαμιστικών δυνάμεων στην εξουσία, σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για την παγκόσμια οικονομία, λόγω ενεργειακών πόρων. Σε μια προσπάθεια αλλαγής της εικόνας τους στον αραβικό κόσμο, αλλά και επηρεασμού των εξελίξεων και προώθησης στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων τους, ορισμένες δυτικές χώρες κινήθηκαν πιο ενεργητικά στην περίπτωση της Λιβύης. Το πρόβλημα με την επέμβαση στη Λιβύη είναι ότι έχει μεν διεθνή νομιμοποίηση και απέτρεψε τα αντίποινα Καντάφι κατά των εξεγερθέντων, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει σαφής στρατηγική εξόδου, ούτε σχεδιασμός για την «επόμενη ημέρα» στη χώρα. Επιπλέον, υπάρχει ένα πρόβλημα «δύο μέτρων και δύο σταθμών» με την περίπτωση του Μπαχρέιν, όπου οι εξελίξεις είναι εξαιρετικά σημαντικές, διότι δύνανται να επηρεάσουν τις άλλες μοναρχίες στην περιοχή του Κόλπου (συμπεριλαμβανομένης της Σ. Αραβίας), αλλά και τις ισορροπίες μεταξύ σουνιτών και σιιτών και γενικότερα τον ρόλο του Ιράν στην περιοχή. Ανησυχία υπάρχει και για τη Συρία, χώρα υψηλού ενδιαφέροντος για την Ευρώπη, το Ισραήλ, την Τουρκία, το Ιράν και τις ΗΠΑ, όπου η κατάσταση είναι αρκετά ρευστή.
Η Ευρώπη, πιθανότατα με κεντρικό δρώντα τη Γαλλία, αλλά και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να επεξεργαστεί μια νέα πολιτική για τη Μεσόγειο/Μ. Ανατολή και εδώ υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, η οποία πέραν των -αναγκαστικά περιορισμένου βεληνεκούς, λόγω οικονομικής κρίσης, αλλά και μακρόχρονης απουσίας από την περιοχή- «εθνικών» κινήσεων, θα μπορούσε να κινηθεί πιο δραστήρια σε συνεργασία με άλλες χώρες, είτε εντός είτε εκτός της Ε.Ε.