Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν αυτό το Σαββατοκύριακο από την ημέρα που οι Ευρωπαίοι ηγέτες επικύρωσαν την απόφασή τους να ενταχθεί η Ελλάδα στο ενιαίο νόμισμα. Η ιστορική σημασία της 19ης Ιουνίου 2000 είναι τεράστια. Μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1990, ο Ζακ Ντελόρ είχε στείλει επιστολή στον Ξενοφώντα Ζολώτα, η οποία περιείχε μία πρωτοφανή και σοβαρότατη προειδοποίηση.
Ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν διεμήνυε στον υπηρεσιακό πρωθυπουργό ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν τέτοια που προκαλούσε σοβαρές ανησυχίες σε όλους τους Ευρωπαίους εταίρους της, αφού απειλούσε να εκτροχιάσει τις προσπάθειες της Ε. Ε. για τη δημιουργία ενιαίας αγοράς και ενιαίου νομίσματος. Επιπλέον, ο Ντελόρ σημείωνε ότι η Ελλάδα δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της που απέρρεαν από τη συμφωνία διάσωσής της, το 1985. Οι παραλληλισμοί με το 2010 είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.
Η Ελλάδα μπήκε στο σύστημα του ευρώ με καθυστέρηση. Μέχρι τις 2 Μαΐου 1998, οι 11 από τις 15 (τότε) χώρες της Ε. Ε. πληρούσαν τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Η Ελλάδα ήταν η μόνη που ήθελε να μπει στο ευρώ, αλλά δεν της επιτρεπόταν. Οι 11 λοιπόν πέρασαν στο «Στάδιο 3» της ΟΝΕ στις αρχές του 1999 και κλείδωσαν τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους. Η Ελλάδα δεν έφτασε σε αυτό το στάδιο, παρά δύο χρόνια αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να θέσει σε κυκλοφορία το νέο νόμισμα την ίδια ημέρα με τους υπόλοιπους, την 1η Ιανουαρίου 2002.
Οι αντιδράσεις στην ένταξη της Ελλάδας στο Στάδιο 3 διέφεραν δραματικά μεταξύ τους. Ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών, Γιάννος Παπαντωνίου, χαρακτήρισε την ημέρα «ιστορική» και δικαίως, αφού έθετε την Ελλάδα στην καρδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Βιμ Ντούιζενμπεργκ προειδοποιούσε όμως ότι η Ελλάδα αποκλίνει οικονομικά από τα υπόλοιπα μέλη του ευρώ. Επέστησε την προσοχή στο ζήτημα του πληθωρισμού, ενώ οι αγορές υπογράμμιζαν από τότε το υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας.
Ακόμη και η συμφωνία ένταξης της Ελλάδας είχε προκαλέσει διπλωματικές αναταράξεις. Η κυβέρνηση του καγκελαρίου Κολ είχε ζητήσει από τότε να κάνει η Αθήνα αλλαγές στο συνταξιοδοτικό της σύστημα. Οι απαιτήσεις του δεν είχαν τύχη, όπως άλλωστε και οι αντίστοιχες γερμανικές προτάσεις κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο νυν απερχόμενος πρόεδρος της Γερμανίας, Χερστ Κέλερ, ο οποίος τότε ήταν αξιωματούχος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, φοβόταν ότι οι χαλαρές απαιτήσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ θα δημιουργούσαν προβλήματα με τα αδύναμα κράτη-μέλη της Ε. Ε. Στο μυαλό του είχε κυρίως την Ελλάδα.
Η Αθήνα βέβαια ελάχιστα επηρέασε τις διαπραγματεύσεις για το Μάαστριχτ. Η Συνθήκη βασιζόταν κυρίως στην έκθεση της Επιτροπής Ντελόρ, του 1989, περίοδο κατά οποία η Ελλάδα άλλαξε τέσσερις κυβερνήσεις, εκ των οποίων οι δύο ήταν αδύναμες κυβερνήσεις συνασπισμού. Επομένως δεν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στις σχετικές συζητήσεις. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 1991, η προσπάθεια του υπουργού Οικονομίας Ευθύμιου Χριστοδούλου (και των Γιάννη Δροσόπουλου και Μιχάλη Μασουράκη) να δημιουργήσει μία συμμαχία των κρατών που σήμερα ονομάζουμε «ΡIGS» (με τη συμμετοχή και της Ιταλίας και της Ιρλανδίας) δεν πήγε μακριά.
Μία σειρά από συναντήσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, πολλές εκ των οποίων σε επίπεδο υπουργών, έδειξαν το χάσμα μεταξύ τους. Εν ολίγοις, οι διαπραγματεύσεις για την ΟΝΕ έδειξαν ότι η Ελλάδα «εφαρμόζει πολιτικές άλλων», δεν «διαμορφώνει πολιτικές». Εντέλει, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδέχθηκε τα κριτήρια του Μάαστριχτ για εσωτερικούς λόγους, ώστε να δικαιολογήσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που ήθελε να εφαρμόσει.
Οταν λοιπόν η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ, ο Λοράν Φαμπιούς, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, συνεχάρη τον φίλο του Γ. Παπαντωνίου, που άλλαξε την πορεία της Ελλάδας. Σύντομα, όμως, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Μόλις οι Ελληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν το ευρώ, η υποστήριξη της κοινής γνώμης προς την Ε. Ε. έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών.
Μετά την απογραφή που ξεκίνησε ο Γιώργος Αλογοσκούφης το 2004, η Ελλάδα ανακοίνωσε ότι ουδέποτε έπιασε τον στόχο της μείωσης του ελλείμματος κάτω από το 3% και ότι όταν έγινε δεκτή στο ευρώ το έλλειμμά της δεν ήταν 2%, αλλά 4,1%.
Ο Κώστας Σημίτης εξεμάνη: Για τον πρώην πρωθυπουργό, ο Αλογοσκούφης χρησιμοποίησε ένα λογιστικό κόλπο για πολιτικούς σκοπούς. Στο μεταξύ, η EUROSTAT ανακοίνωσε ότι έχει περισσότερα ερωτήματα για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία από τα αντίστοιχα οποιασδήποτε άλλης χώρας της Ε. Ε. Είναι δύσκολο να πει κανείς πού βρίσκεται η αλήθεια. Πάντως, υποτίθεται ότι μετά το πρόβλημα που προέκυψε με τα ελληνικά στοιχεία, η EUROSTAT θα αναμορφωνόταν.
Οταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε ότι τα στοιχεία που έδινε η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν επίσης ψευδή, ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άρχισαν να αμφισβητούν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας. Τουλάχιστον ένας υπουργός Οικονομικών της Ε. Ε. δήλωσε δημόσια ότι δεν εμπιστεύεται τους Ελληνες. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι οι συνεχείς αναθεωρήσεις των στατιστικών από την Ελλάδα πυροδότησαν έντονες αναταράξεις στις αγορές. Ετσι φτάσαμε στη σημερινή κρίση.
Με άλλα λόγια, το ευρώ στοιχειώνει την Ελλάδα. Το ενιαίο νόμισμα αποτέλεσε το απόλυτο τεστ, το οποίο δοκίμασε μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι ικανότητες της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις, ώστε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό σκληρό πυρήνα.
Ταυτόχρονα, εξέθεσε τις δομικές αδυναμίες της χώρας, τη φερεγγυότητά της ως εταίρου και πυροδότησε έντονες συζητήσεις για τη δυνατότητα της Ε. Ε. να διαχειριστεί μεγάλα οικονομικά προτάγματα. Αφού η Ελλάδα δεν άλλαξε όσο έπρεπε, όταν έπρεπε, τώρα το ευρώ την καταριέται. Και η κατάρα είναι η πιο σκληρή λιτότητα που έχει βιώσει ποτέ η χώρα.