ΑΚΗζόμενος, ο πρώην κραταιός, τέως σοσιαλιστής, Υπουργός, απλώνει, τεντώνει το δεξί του χέρι, με φορά προς τα κάτω, σε χορευτική κίνηση εκπάγλου αισθητικής, βαρέος (το βαρύ του βαρέος) ζεϊμπέκικου, με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού σε σημειολογική διάταξη σα να σημαίνουν «πόσα;», ενώ το αριστερό χέρι, ως αντίβαρο ισορροπίας, ανυψώνεται μερακλίδικα προς τους ουρανούς. «Άνω σχώμεν τας καρδίας».
Ο πάλαι ποτέ σοσιαλιστής, λαύρος κομματόφρων, αλλόφρων, τότε, της αλλαγής, μελίρρυτος ποταμός της σοσιαλιστικής ιδέας, τότε, σημερινός ζέχνων οχετός της σοσιαληστρικής αντίληψης του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας (υμών των σοσιαληστών). Στο κάτω κάτω (μα πόσο κάτω μπορεί να πάει ένας σοσιαλιστής Υπουργός;) υπουργοί είμεθα (Υμείς οι σοσιαλησταί).
Παιδί του κομματικού σωλήνα, (που ‘σαι Αντρέα να το δεις, το παιδί της αλλαγής), άεργος μισθοδοτούμενος από το κόμμα, χρυσόστομος ομιλητής για τους κεχηνότες (χάσκακες) παλαμακιστές του, ο ωραίος Μπρούμελ, μπήκε «ξεβράκωτος» στο κόμμα (μπράβο του).
Και «λάου-λάου» και λέγε-λέγε, ο ξεβράκωτος φόρεσε «μεταξωτά βρακιά, που επιδέξιο κώλο θέλουν». ΛεβεντομαγκΑΚΗ μου. Γιατί «Γάιδαρος ειν’ ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλα» (Παροιμία).
Και μεταλλάχτηκε σε επιδειξία τρυφηλούς «σοσιαλιστικής» ζωής (ντροπή του):
Πολυτελής γάμος εις Παρισίους. Στενές, βρε παιδί μου για το εκτόπισμά του, οι σοσιαλιστικές εκκλησίες της Αθήνας. Και η Ελλάδα δεν έχει τον παριζιάνικο αέρα, στον οποίον αρέσκονται οι γνήσιοι σοσιαληστές.
Χλιδάτη διαμονή στις τέσσερεις εποχές, πάλι των Παρισίων. Ο κάποτε σοσιαλιστής και τώρα σοσιαλιτήριος (αλιτήριος: ο καταστροφέας), αλαζών, υβριστής του λαού.
Οροφοδιαμέρισμα, υπόπτου εξωχωρίου αγοράς, πανάκριβο, με θέα την Ακρόπολη. Για να δικαιωθεί η αισθητική του, του βαρέος ζεϊμπέκικου και των μεταξωτών βρακιών του.
Θα δώσω λογαριασμό για όλα. Όλα είναι νόμιμα. Λέει.
Ιδού! και δεύτερος νέος, λαμπρός επέφανεν ημίν! Ευλογημένος ο ερχόμενος, που μπερδεύει βουλγαρακικώς (εκείνος βέβαια ήταν δεξιός, νεοφιλελεύθερος), το ηθικό με το νόμιμο. Ετούτος δηλώνει και σοσιαλιστής!!!
Αυτό λοιπόν ήταν το σοσιαλιστικό σου όραμα, βασικά σε λένε ΘανασΑΚΗ, εσένα και των ομοίων σου εκσυγχρονιστών;
Το όραμα:
Του Καλα(κωλο)τράβα με κι ας κλαίω;
(Εκείνος πηδάει και ο λαός σκούζει).
Των χρυσωμένων ολυμπιακών της ντόπας, που μας κόστισαν ο κούκος αηδόνι;
(Ο λαός πληρώνει κι εκείνος ξεσαλώνει).
Του χρυσοπληρωμένου (και μιζωμένου) c4i (συ(μ)φορά(ι);
(Ωι ωι μάνα μου).
Του εκσυγχρονιστικά φουσκωμένου χρηματιστήριου;
(«Ας πρόσεχαν» ανέκραξεν, έκπληκτος και οργισμένος, και τότε, ο Πρωθυπουργός Σημίτης, για τους χαμένους της μεγάλης φούσκας, πλην ντοπαρισμένους, εντέχνως, υπ’ αυτού και των εξαπτερύγων του).
Του Μαντέλη, της «χορηγίας»;
(Αβάσταχτος ανταγωνισμός στη Β. Αθηνών. Βοηθάτε Χριστοφοράκοι).
Του Μαντέλη που κυνικά δηλώνει πως μια αξιοπρεπής μίζα, για έναν Υπουργό, δεν μπορεί να είναι κάτω των 10 εκατομμύριων;
(Όρσε, 10 εκατομμύρια φάσκελα, σοβαρογελοίε, σοσιαλιστή. Τόσοι είναι οι Έλληνες που σε μουντζώνουν)
Του Τσουκάτου, του εισοδιστή από τον εξωαριστερό χώρο;
(Αμάρτησε για το σοσιαλιστικό του κόμμα, κουβαλώντας καταϊδρωμένος τη βαλίτσα με το εκατομμύριο της Ζήμενς).
Διεφθαρμένοι την ψυχή από την τρυφηλότητα και την οκνηρία, δούλοι του κέρδους και της ηδονής; Διεφθαρμένοι… υπό τρυφής και αργίας και του κερδαίνειν και ηδονής ήττονες (Διογένης ο Κυνικός).
Είστε ο κυριολεκτικός ορισμός της διαφθοράς:
Διαφθορά: συμπεριφορά δημοσίων αξιωματούχων, που χρησιμοποιούν την εξουσία τους για προσπορισμό ιδίου οφέλους.
Τα αδικήματά τους, λέει, παραγράφηκαν. Τα διέγραψε, με τις εκλογές, ο εξαφανισμένος πρώην Πρωθυπουργός, που αφάνισε τη χώρα. Λες κι ήταν ορθογραφικό λάθος.
Δακτυλίστε τους, λοιπόν, τον κότσο, («κάνε κότσο τα μαλλιά σου»), να φανεί η αρχοντιά τους.
Κι όταν εφύγαν μουλωχτά/
Πέρα στις αμαλάκες/
Είπε: ας στο διάολο μαλάκες (Γιώργος Σεφέρης)
Σοσιαληστοκαθάρματα.
Αυτοί που έβγαλαν τα μάτια του Λαού, τον κατηγορούν τώρα για στραβομάρα.