«Γηράσκω δ' αιεί πολλά διδασκόμενος».
Σόλων ο Αθηναίος
Όταν ο Σόλων έγινε άρχων της Αθήνας το 594 π.χ., ο πλούτος, η δύναμη και η εξουσία, ανήκαν σε λίγους. Οι φτωχοί ήταν τόσο χρεωμένοι, που πολλοί από αυτούς είχαν γίνει δούλοι ή πωλούσαν τα παιδιά τους για να εξοφλήσουν τα χρέη.
Ο Σόλων, άνθρωπος σοφός και δίκαιος, αφού αρνήθηκε να γίνει τύραννος και να στηρίξει την ολιγαρχία, θέσπισε τον νόμο Σεισάχθεια για να απαλλάξει τους φτωχούς από τον φόρτο των χρεών (σσ. σείω + άχθος, δηλ. αποσείω το χρέος).
Με τη Σεισάχθεια, ο νομοθέτης ακύρωσε όλα τα συμβόλαια των φτωχών που ενεχυρίαζαν τον ίδιο τον εαυτόν τους και απαγόρευσε το δικαίωμα του πιστωτή να υποδουλώνει ή να φυλακίζει. Επίσης, απελευθέρωσε τη γη της Αττικής από τις πολυάριθμες υποθήκες, καταργώντας τες.
Ο Σόλων περιόρισε τον αριθμό των στρεμμάτων γης τα οποία μπορούσε να κατέχει ένα άτομο και θέσπισε μεγάλα πρόστιμα για όσους μεγαλοκτηματίες εξήγαγαν σιτηρά, ανατρέποντας την οικονομική ζωή της Αθήνας.
Δεν έθεσε όρια στα επιτόκια, όμως καταπολέμησε την τοκογλυφία, θεσπίζοντας κατώτατες τιμές στα βασικά είδη και εισήγαγε μία νοοτροπία, η οποία διατυπώθηκε αργότερα με σαφήνεια από τον Αριστοτέλη, ότι το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα αλλά αποκλειστικά δημόσιο μέσο συναλλαγής. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τοκογλυφία αμάρτημα, ως ένα είδος κλοπής, αφού το χρήμα δεν μπορούσε να γεννάει άλλο χρήμα, (σ.σ. τόκος από το τίκτω).
Αν και η νομοθεσία του Σόλωνα δεν εμπόδισε λίγα χρόνια αργότερα τον Πεισίστρατο να γίνει τύραννος, έθεσε τις βάσεις για τον «χρυσό αιώνα» της Αθήνας, ο οποίος της προσέδωσε λάμψη που διαρκεί μέχρι σήμερα και ο ίδιος θεωρήθηκε από τις επόμενες γενιές πατέρας της Δημοκρατίας.
2604 χρόνια αργότερα
Στη νεοφιλελεύθερη Ελλάδα της εξάρτησης και της παρακμής τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Στο μέγα ζήτημα, που θέτει η εποχή μας, αν τα έθνη θα διοικούνται από τους πιστωτές τους ή από δημοκρατικές διαδικασίες με σκοπό την ανάπτυξή τους, σχεδόν το σύνολο πολιτικό σύστημα, με προεξάρχοντα, τον «σοσιαλιστή» πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου, επέλεξε χωρίς δισταγμό το πρώτο.
Δέχθηκαν την μετατόπιση των ευθυνών από τις οικονομικές ολιγαρχίες στις πλάτες των εργαζόμενων, έχοντας από καιρό διαλέξει στρατόπεδο στον ακήρυκτο πόλεμο που μαίνεται διεθνώς μεταξύ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των κοινωνιών.
Επέλεξαν τον δρόμο της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης διασφαλίζοντας, αντί μίας «Σεισάχθειας», τα κέρδη των «Σάυλωκ» της διεθνούς οικονομικής ολιγαρχίας, με τίμημα την επερχόμενη κοινωνική εξαθλίωση.
Την δε κάθαρση, υποτίθεται ότι θα φέρουν πρόσωπα που βλέπουμε στη Βουλή, στην Οικονομία και στα τηλεοπτικά παράθυρα, τα οποία όμως είναι σε γενικές γραμμές τα ίδια που μας οδήγησαν στην καταστροφή.
Πάνω απ όλα όμως, το πιο ανησυχητικό είναι ότι ουδείς δείχνει να προβληματίζεται για το αν ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας είναι τελικά λανθασμένος.
Θα έπρεπε κάποια στιγμή, η πολιτική και οικονομική ελίτ, να διερωτηθεί το πώς η χώρα θα εισέλθει σε τροχιά πραγματικής οικονομίας και ανάπτυξης, και κατ΄ επέκταση κοινωνικής και πολιτιστικής ακμής, χωρίς να διαδραματίζει ρόλο «κολαούζου», της -ήδη κλονισμένου κύρους- ευρωπαϊκής νομενκλατούρας.
Το ζήτημα που τίθεται, αφορά το αναπτυξιακό και κοινωνικό μοντέλο και την κουλτούρα που αυτά συνεπάγονται. Το προηγούμενο μοντέλο, ωρίμασε και έχει ήδη παρακμάσει.