Μεγάλες μειώσεις στα ενοίκια εμπορικών ακινήτων, γραφείων, καταστημάτων κ.λπ., που φτάνουν έως και 50%, παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα σε ολόκληρη την επικράτεια, καθώς μισθωτές και ιδιοκτήτες ακινήτων προχωρούν σε επαναδιαπραγματεύσεις μισθωμάτων.
Η μείωση του τζίρου που παρατηρείται στα καταστήματα από την οικονομική κρίση που πλήττει την Ελλάδα, τα πολλά ξενοίκιαστα διαμερίσματα και η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Οικονομίας, που δίνει τη δυνατότητα στους ενοικιαστές να «σπάσουν» έως το 2012 κλειστά μισθωτήρια συμβόλαια έναν χρόνο μετά την πρώτη μίσθωση, έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα στην αγορά, η οποία τους τελευταίους μήνες αναζητά σημείο ισορροπίας.
Οι ενοικιαστές υποστηρίζουν ότι τα προηγούμενα χρόνια οι ιδιοκτήτες ακινήτων ζητούσαν υψηλά ενοίκια και τώρα ένα κατάστημα με τους τζίρους που πραγματοποιεί είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή των μισθωμάτων που είχαν αρχικά συμφωνηθεί.
Μάλιστα το φαινόμενο αυτό παρατηρείται με μεγαλύτερη ένταση στις περιφερειακές αγορές και λιγότερο στα οργανωμένα εμπορικά κέντρα. Ωστόσο και εκεί οι μισθωτές έχουν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για να μειωθούν τα ενοίκια που πληρώνουν χρησιμοποιώντας ως «όπλο» τις διατάξεις του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου, δηλαδή ότι θα ξενοικιάσουν το ακίνητο καταβάλλοντας ως ποινή μισθώματα τριών μηνών. Με το προηγούμενο καθεστώς για να «σπάσει» κάποιος το συμβόλαιό του θα έπρεπε να είχε μείνει τουλάχιστον δύο χρόνια στην επαγγελματική στέγη την οποία είχε μισθώσει, και μάλιστα να είχε προειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του ακινήτου έξι μήνες μετά το πέρας των δύο ετών. Σε αυτή την περίπτωση θα πλήρωνε πέναλτι μισθώματα τεσσάρων μηνών. Τώρα η προειδοποίηση μειώνεται σε έναν μήνα και αυτή μπορεί να γίνει ύστερα από έναν χρόνο μίσθωσης του ακινήτου καταβάλλοντας ως ποινή αποχώρησης τρία ενοίκια.
Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι πράγματι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα κύμα επαναδιαπραγματεύσεων μισθωμάτων αλλά και «εξόδου» από υφιστάμενες εμπορικές θέσεις με σκοπό οι μισθωτές να μειώσουν τη μηνιαία δαπάνη που έχουν συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη τα προηγούμενα χρόνια. Οι επαναδιαπραγματεύσεις αφορούν ενοικιάσεις χώρων ανεξαρτήτως επιφάνειας και τοποθεσίας (καταστήματα ή γραφεία που βρίσκονται σε ακριβούς δρόμους, σε εμπορικά κέντρα, σε περιφερειακές αγορές κτλ.).
Αντίστοιχες τάσεις επικρατούν και σε ακίνητα τα οποία μισθώνει από ιδιώτες το Δημόσιο, αφού με πρόσφατη εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών ζητείται να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση των μισθωμάτων κατά 20% χαμηλότερα σε σύγκριση με αυτά που καταβάλλονται σήμερα.
Ηδη σε αρκετά δικηγορικά γραφεία παρατηρείται κινητικότητα τις τελευταίες ημέρες, όπου μισθωτές ζητούν να μάθουν πώς μπορούν να «σπάσουν» συμφωνημένες μισθώσεις ή να τις μειώσουν.
Από την άλλη, αν υπάρξουν μαζικές αποχωρήσεις από οργανωμένα εμπορικά κέντρα, είναι πολύ πιθανόν οι εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων να αντιμετωπίσουν πρόβλημα, καθώς με βάση τα συμφωνημένα συμβόλαια είχαν εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τις τράπεζες για να ολοκληρώσουν το έργο. Αν δεν εισπράττουν ενοίκια, δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, δηλαδή στην εξόφληση των δόσεων των δανείων.
Μείωση ως 30% για τα γραφεία
Μείωση των ενοικίων από 5% ως 30% παρατηρείται στην αγορά των γραφείων. Ωστόσο τα καλύτερης ποιότητας γραφεία κρατούν σε έναν βαθμό τις τιμές λόγω της έλλειψης που υπάρχει στην αγορά για τέτοιου είδους ακίνητα. Πάντως, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ενοικίων σε αρκετά χαμηλά επίπεδα έπαιξε η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Οικονομικών να προχωρήσει στην επαναδιαπραγμάτευση όλων των ενοικίων στέγασης δημόσιων υπηρεσιών σε ποσοστό 20% χαμηλότερα σε σύγκριση με αυτά που προβλέπονται στις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί. Ακόμη μεγαλύτερη πτώση (ως και 50%) παρατηρείται στα μισθώματα των καταστημάτων, αφού η κρίση έχει πλήξει σχεδόν το σύνολο των επαγγελματιών.