Άρθρο της κ. Έλλης Χριστούλα, υποψήφιας Διδάκτορος του Παντείου Πανεπιστημίου του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με τίτλο «Μelancolie».
Προβληματισμός, πικρία, μελαγχολία, είναι μόνο μερικά από τα συναισθήματα που προκαλούν οι γεμάτες αγωνία σκέψεις της κ. Έλλης Χριστούλα, υποψήφιας Διδάκτορος του Παντείου Πανεπιστημίου του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο της με τίτλο «Μelancolie». Η «μελαγχολία» της ξεκινά με μερικά λόγια του Ζαν – Λυκ Γκοντάρ: «Η Δύση οφείλει πολλά στην Ελλάδα, τη χώρα της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας, της αρχαίας τραγωδίας. Ξεχνάμε πάντα τους δεσμούς ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς τον Σοφοκλή δεν θα υπήρχε ο Περικλής. Χωρίς τον Περικλή δεν θα υπήρχε ο Σοφοκλής. Ο κόσμος της τεχνολογίας, μέσα στον οποίο ζούμε, χρωστά τα πάντα στην Ελλάδα [...]. Αυτή η χώρα θα μπορούσε να απαιτήσει εκατομμύρια των εκατομμυρίων από όλους για τα συγγραφικά δικαιώματα των αρχαίων».
Χαρακτηρίζοντας την Ελλάδα ως «Κυρία στο σαλόνι» και «μεταπράτη του εισαγόμενου πνευματικού κεφαλαίου», συνεχίζει γράφοντας ότι «κάποιες φορές με το ψευδεπίγραφο του μεταμοντέρνου και τα πόδια στριμωγμένα σε τσαρούχια με αερόσολες, με “ρίζωμα”, ωστόσο, πάντοτε αρχαιοελληνικό και ανομολόγητη, ίσως, την επιθυμία επιβεβαίωσης των υποθέσεων της ευγονικής, ζει τη μεγάλη της στιγμή. Δοξάστε την! Καμένη στην προθέρμανση, συγκινείται -με μέτρο, ασφαλώς!- που επί των ημερών της αποκαθίσταται ο παρθενικός της υμένας από στόματος εκπροσώπου του συστήματος που τον διέρρηξε. Ώρα σου καλή, Ευρωπαίε Καλλιτέχνη! Και ζήτω και μπράβο μας! Χαιρετίζουμε την ευγενή αυτή κίνηση».
Όμως εντοπίζει το μεγάλο πρόβλημα της χώρας κάπου αλλού. Στους ίδιους τους Έλληνες, που εμμένουν παθητικοί σε ό,τι τους σερβίρουν και δεν σηκώνονται από τον λήθαργο που έχουν βυθιστεί. Με γλαφυρό ύφος και καυστική διάθεση η κ. Χριστούλα προτρέπει τους Έλληνες να ξεφύγουν από την παθητικότητά τους λέγοντας: «Σύγχρονε Έλληνα διανοούμενε, υπάρχεις άραγε; Βλέπεις, ακούς; Ή έχεις αποκοιμηθεί στον αυτιστικό σου μικρόκοσμο; Είσαι εδώ μαζί μας; Ή μήπως έχεις ήδη φύγει, για να γυρίσεις με τις πρώτες αχτίδες και με λόγο μελίρρυτο να προβείς στη σύνοψη πάνω στα αποκαΐδια; Περπατάμε πάνω σε νάρκες που απειλούν και ενσπείρουν τη μισαλλοδοξία στη συνείδηση του καθενός μας. Κάποιες έχουν ήδη σκάσει. Πού είσαι εν αιθρία φλύαρη πνευματική ηγεσία; Δεν εκπληρώνεται ο προορισμός σου στη “σιωπή” – με άλλα λόγια, σε περιγραφές, παραβολές, ρέπλικες, στον ρόλο της Κασσάνδρας, άλλοτε πάλι σε εκείνο της σοφής, πλην εταίρας, Ασπασίας. Όλα αυτά συνιστούν πλέον, στη βάση τους, αναπηρία. Το χρέος σου δεν εξοφλείται εφάπαξ. Συστηματικά και διαρκώς, αν δεν έχει εκλείψει το είδος του πνευματικού ανθρώπου στον τόπο οφείλει το ίδιο να εδραιώσει δυναμικά και να συντηρεί με κάθε τίμημα ένα συμβολικό αντιστάθμισμα της προκείμενης ή επικείμενης καταστροφής. Έχεις ασκηθεί, μεταρρυθμισμένε διανοητή, σε ένα πεδίο δοκιμής κατηγορημάτων. Αναμετρήθηκες αρκετά με τα μέρη του λόγου. Απαγκιστρώσου επειγόντως από το μπουντουάρ! Δώσε έρεισμα σε μια κοινωνία που γίνεται η διακινδύνευση του εαυτού της, έστω κι αργά, πριν γίνει όχλος. Μην μπεις στον κόπο της πυροτεχνουργίας και, προς Θεού -προς Καιρού, αν δεν πιστεύεις- μη μιλήσεις μόνο μια φορά. Με οποιαδήποτε αφορμή, με κάθε τρόπο -με αιχμή του δόρατος τον ιστορικό υλισμό, την αρνητική διαλεκτική, τα κβάντα, το ’21, την υποκειμενική σχάση ή τον εξπρεσιονισμό- μίλα συνέχεια και δημόσια όχι για τον γαλλικό Μάη του ’68, αλλά για τον ελληνικό Μάη του 2010, με μοναδικό σκοπό να τεθούν οι όροι του μετώπου που θα ενσαρκώσουν αλληλέγγυοι άνθρωποι σε πείσμα του μηδενισμού της μαζοψυχής».
Ως κατακλείδα των σκέψεών της έρχονται τα παρακάτω λόγια: «Κάτι διαφεύγει πάντοτε της παρωδίας που επιβάλλουν ως ζωή μηχανισμοί κατασκευής χειραγωγημένων στην παράσταση του εαυτού τους ατόμων. Ποτέ δεν επιτυγχάνεται στο ακέραιο η παραχάραξη της πρόθεσης και της δράσης, η βεβιασμένη έκφραση της επιθυμίας από χαλκεία του δημόσιου αισθήματος που μεθοδεύουν την εκχώρηση. Διαφορετικά: Κάτι “ενοχλητικά ζωντανό” περισσεύει σίγουρα σε εσένα. Ένα κατάλοιπο ανατρεπτικής προοπτικής αφήνει η παθητικότητα των πολλών. Φύτεψε τον πρώτο σπόρο στον δεύτερο. Μίλα συνέχεια. Μίλα συνέχεια, όχι ως ξένος ανταποκριτής. Μίλα συνέχεια -άκου, θα σου αρέσει, κλείνω με αυτό που άρχισα- κατά το αρχαιοελληνικόν του Περικλέους, προπαντός, “φιλοσοφούμε άνευ μαλακίας”».