Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Η τρόικα και εμείς

Για πολλοστή φορά, κάποιοι επιλέγουν την εύκολη οδό της επίρριψης ευθυνών στους «ξένους» για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και τις κοινωνικές εντάσεις που προκαλούν οι απόπειρες επίλυσής τους. Ομως, αντί για υπεκφυγές, οι σημερινές συνθήκες επιβάλλουν αυτοκριτική και ανάληψη ευθυνών για τα πεπραγμένα της τελευταίας τριακονταπενταετίας: για τις υπερβολικές απαιτήσεις και τα διαστρεβλωμένα «κεκτημένα», για την αδιαφάνεια και τις εξυπηρετήσεις ημετέρων, για τις αλόγιστες επιχορηγήσεις επιχειρηματιών, αλλά και οργανωμένων συνδικαλιστικών συμφερόντων και, φυσικά, για το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια ψηφίζαμε ιδιοτελείς και ανίκανους πολιτικούς που δεν έπραξαν αυτά που όφειλαν για το καλό του τόπου.

Παρά την καθυστερημένη αντίδραση του Γιώργου Παπανδρέου, τις έριδες μεταξύ υπουργών, αλλά και τους κλυδωνισμούς στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση, υπό την πίεση του Μνημονίου, προχωρεί στις αναγκαίες αλλαγές που καμία κυβέρνηση της μεταπολίτευσης -του ΠΑΣΟΚ, της Ν. Δ., αλλά και ούτε και η οικουμενική- δεν τόλμησε.

Είναι, βέβαια, εξοργιστικό ότι χρειάστηκε να φτάσουμε στο χείλος της καταστροφής -την οποία δεν έχουμε ακόμη αποφύγει-, να γίνουμε παγκόσμιο παράδειγμα προς αποφυγή, να προσφύγουμε στο ΔΝΤ και να τεθεί η χώρα υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της τρόικας, για να αρχίσουν να υλοποιούνται κάποια αυτονόητα πράγματα που έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και δεκαετίες. Οπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Θεόδωρος Πάγκαλος λίγο πριν από την υπογραφή του μνημονίου, «τι θα μας ανάγκαζε να κάνουμε το ΔΝΤ που δεν μας έχει ζητηθεί από την Ε. Ε. και τι θα μας ανάγκαζαν το ΔΝΤ και η Ε. Ε. να κάνουμε το οποίο δεν έπρεπε απόλυτα να γίνει;».

Φυσικά, υπάρχουν εύλογες αντιρρήσεις για επιμέρους μέτρα, όπως η κατάργηση ή δραστική μείωση συγκεκριμένων μισθών και συντάξεων. Ομως, είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται μικρότερο και πιο παραγωγικό κράτος, ότι λιγότερα επαγγέλματα δικαιολογούν επίδομα «βαρέος και ανθιυγεινού», ότι ήταν αναγκαία η απογραφή δημοσίων υπαλλήλων για να ξέρουμε πόσους απασχολεί το κράτος, ότι έπρεπε να υπάρξει ορθολογισμός των δημόσιων οργανισμών -εξυγίανση του ΟΣΕ και ανάλογα βήματα σε άλλες ΔΕΚΟ-, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, διαφάνεια στις δημόσιες προμήθειες συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των εξοπλισμών, μεταρρύθμιση της λειτουργίας και χρηματοδότησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έλεγχος των δαπανών στα νοσοκομεία, εξυγίανση των οικονομικών των ασφαλιστικών Ταμείων, αύξηση της απορροφητικότητας και σωστή αξιοποίηση των κοινοτικών επιδοτήσεων - και τόσα άλλα.

Μάλιστα, παρά την προσφιλή δαιμονοποίηση του ΔΝΤ, τα στελέχη της Ε. Ε. ήταν πιο σκληρά, απλούστατα διότι οι Ευρωπαίοι ήταν αυτοί που επί χρόνια έπεφταν θύματα της παραπλάνησης -είτε αυτή αφορούσε επιδοτήσεις ανύπαρκτων αγροτικών καλλιεργειών είτε παραποιημένα στατιστικά στοιχεία για την οικονομία- και στήριζαν έτσι το πλασματικά υψηλό βιοτικό επίπεδο που απολάμβαναν οι Ελληνες από τη δεκαετία του ’80.

Οι ελεγκτές αναγνωρίζουν τις πρώτες θετικές ενδείξεις σχετικά με τη μείωση του ελλείμματος και θεωρούν ότι αυτές αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση της δημοσιονομικής διαχείρισης. Εκτιμούν ότι εάν τα όσα έχουν συμφωνηθεί εφαρμοστούν χωρίς σημαντικές αποκλίσεις, η Ελλάδα μπορεί σε τρία χρόνια να αποτελεί παράδειγμα επιτυχούς ανατροπής ενός πολύ άσχημου οικονομικού περιβάλλοντος και να εισέλθει σε μια πορεία ανάπτυξης η οποία θα στηρίζεται πλέον σε γερά θεμέλια. Αυτός είναι εθνικός στόχος. Για να υλοποιηθεί δεν χρειάζονται οι πιέσεις της τρόικας ούτε το αυστηρό βλέμμα των διεθνών αγορών. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα θα αλλάξει.