Ο αριθμός των αμερικανικών τραπεζών μειώνεται όπως μειώνονται οι αριθμοί των υπό εξαφάνιση ειδών στο ζωικό βασίλειο. Έτσι η τάση που πρωτοεμφανίστηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 συνεπικουρούμενη από μια σειρά νόμων –που «αθόρυβα» ξεκίνησαν να ψηφίζονται από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα- περί αποδοχής συγχωνεύσεων οδήγησαν και συνεχίζουν να οδηγούν σε μια σταδιακή αριθμητική συρρίκνωση μονάδων του τραπεζικού κλάδου.
Το παραπάνω δε σημαίνει βέβαια πως το ολικό οικονομικό έργο βαίνει μειούμενο αντίθετα η αυξητική του τάση είναι εμφανής κάτι που σημαίνει πως αυτό συγκεντρώνεται σε όλο και μικρότερο αριθμό τραπεζών. Έτσι αν και το εγχώριο ακαθάριστο εθνικό προϊόν στις ΗΠΑ το 1990 ήταν 5,8 τρις $ το 2009 έφτασε τα 14,26 τρις $.
Κατά συνέπεια –κα;ι λόγω της μείωσης των τραπεζών- το 1997 το 70% του ενεργητικού του τραπεζικού κλάδου κρατούσαν 100 μόνο τράπεζες σε σχέση με το 50% και 60% που ήταν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και ’80. Σε ότι αφορά τον αριθμό των τραπεζών αυτές το 1990 έφταναν τις 12.000 για να μειωθούν το 2009 στις 7.000 ενώ οι εκτιμήσεις για το τέλος του 2010 κάνουν λόγο 6.500 μονάδων κλάδου.
Η καθοδική αυτή τάση είχε ξεκινήσει φυσικά πριν το 1990. Έτσι το 1984 για παράδειγμα ο αριθμός των τραπεζών ήταν 14.496 ενώ για πρώτη φορά ο κλάδος έπεσε κάτω από τις 10.000 μεταξύ 1985 και 1995. Η τάση έτσι που καταδεικνύεται στις ΗΠΑ από τη συνεχή αριθμητική μείωση των μονάδων κλάδου προκύπτει η ανησυχητική διαπίστωση της συγκέντρωσης όλο και μεγαλύτερου οικονομικού έργου στη διάθεση όλο και λιγότερων τραπεζών με αποτέλεσμα την ουσιαστική «εξάρθρωση» της τραπεζικής επάρκειας και την «απονεύρωση» του τραπεζικού συστήματος.
Έτσι στις ΗΠΑ οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν πως ένας «υδροκεφαλισμός» του τραπεζικού κλάδου μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει στο συνολικό οικονομικό περιβάλλον.