Οι επικείμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές είναι περισσότερο κρίσιμες από τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009. Τότε, το μεγάλο κακό είχε γίνει. Αν η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε προκηρύξει εκλογές τον Ιανουάριο ή τον Μάρτιο ή, έστω, τον Ιούνιο 2009 (όπως κάθε φορά σχεδίαζε…), η διαφορά ίσως ήταν σημαντική, εφόσον η επόμενη κυβέρνηση θα προλάβαινε το τέλειο ξεχείλωμα. Ωστόσο, τον Οκτώβριο, τα ελλείμματα και το χρέος είχαν εκτροχιαστεί οριστικά, το κακό δεν μπορούσε να διορθωθεί, είχαμε συρθεί στο χείλος της χρεοκοπίας.
Αν η κυβέρνηση της Ν.Δ. έφευγε τότε ή έξι μήνες αργότερα, η διαφορά δεν θα ήταν μεγάλη. Τώρα είναι διαφορετικά. Εχουμε αρχίσει μια σκληρή προσπάθεια να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, να εξυγιανθούν τα δημόσια οικονομικά, να γίνουν μεταρρυθμίσεις για μια εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία. Βρισκόμαστε στο μέσον αυτής της προσπάθειας. Τίποτα δεν έχει διασφαλιστεί. Μόνο χάρη στο δίχτυ ασφαλείας που έχει απλώσει η τρόικα γλιτώνουμε τη χρεοκοπία που θα μας επέβαλαν οι αγορές (άλλωστε, στοιχημάτιζαν σ’ αυτό…), η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών εξελίσσεται αργά και βασανιστικά, ορισμένες μεταρρυθμίσεις έγιναν αλλά πολλές και σημαντικές δεν έχουν γίνει ακόμη.
Η κρίσιμη «λεπτομέρεια»: Ολα όσα έχουν επιτευχθεί είναι εύκολα ανατρέψιμα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Ουδείς, για παράδειγμα, γνωρίζει πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο στις 15 Νοεμβρίου, όταν ανακοινωθούν το πραγματικό έλλειμμα και χρέος που κληροδότησε η κυβέρνηση της Ν.Δ. Ενώ, αντιθέτως, όλοι μπορούμε να φανταστούμε ποιο θα είναι το διεθνές κλίμα για την Ελλάδα αν το αποτέλεσμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών ερμηνευτεί ως σαφής απόρριψη του Μνημονίου.
Αυτήν την ερμηνεία επιχειρούν να προεξοφλήσουν οι συντηρητικές δυνάμεις, με μια συντονισμένη προσπάθεια πλαστογράφησης των πραγματικών διλημμάτων και των πραγματικών διαθέσεων της κοινωνίας. Ο λόγος είναι προφανής. Επιδιώκουν να εμποδίσουν τη συνέχιση της μεταρρύθμισης της χώρας. Ο γέγονε, γέγονε, οι αλλαγές (κυρίως στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό…) που έγιναν δεν θα ξε-γίνουν, αλλά οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που πλήττουν τον παρασιτισμό, την κρατικοδίαιτη κλεπτοκρατία και τη διαπλοκή, στόχος είναι να ακυρωθούν. Οι εκπρόσωποι του παρασιτισμού γνωρίζουν ότι είμαστε στη μέση της προσπάθειας, ότι αν τώρα κοπεί το νήμα δεν θα έχουμε την ευκαιρία να το ξαναπιάσουμε, ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια θα μείνει ημιτελής και το πεδίο όπου ευημερούν, το τέλμα, δεν θα διαταραχθεί. Προς τούτο, την απογοήτευση των πολιτών από το κατεστημένο παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό και τον θυμό τους για το αυτιστικό μοντέλο διακυβέρνησης, επιχειρούν να τα πλαστογραφήσουν και να τα ερμηνεύσουν ως αντίθεση ειδικά στο Μνημόνιο. Θα αρκούσε να δει κανείς τα πενιχρά ποσοστά του 10% που συγκεντρώνει ο «αντιμνημονιακός» κ. Κικίλιας ή τα υψηλά ποσοστά του πολιτικά ανύπαρκτου κ. Δημαρά, για να καταρρεύσει αυτή η αντι-μνημονιακή ερμηνεία. Και η απόπειρα πλαστογράφησης θα ήταν απλώς διασκεδαστική, αν δεν παιζόταν το μέλλον της χώρας. Διότι αυτή η πλαστή ερμηνεία παραπέμπει στην οιονεί δικαίωση των δυνάμεων του πολιτικού κατεστημένου που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας. Αν αυτό επιτευχθεί, ο τόπος έχει πρόβλημα.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη – δεν είναι όπως άλλοτε, δεν είναι συνήθης. Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να υλοποιεί την πολιτική του Μνημονίου αν ο ελληνικός λαός δεν το θέλει, αν διαφωνεί με αυτήν. Πιστεύω ότι μια τόσο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και μια πολιτική ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων όπως αυτές που επιβάλλεται να κάνουμε, δεν μπορούν να εφαρμοστούν (όχι απλά χωρίς τη σύμφωνη γνώμη, αλλά…) χωρίς την ενεργό συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων. Το αντίθετο είναι φενάκη – ήδη αυτό φαίνεται. Πολύ περισσότερο, αυτή η πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν αμφισβητηθεί η λαϊκή εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση που την ασκεί. Ας μην έχουμε (και ας μην καλλιεργούμε…) αυταπάτες. Αν θέλουμε να ακολουθήσουμε άλλον δρόμο, ουδείς μπορεί να μας εμποδίσει. Αν δεν θέλουμε να διασωθούμε και να αλλάξουμε, ουδείς μπορεί να μας το επιβάλλει. Ως εκ τούτου, δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο, στις 15 Νοεμβρίου να καταστεί αναγκαία η ριζική αποσαφήνιση του πολιτικού τοπίου. Δηλαδή, να αναζητηθούν καθαρές λύσεις, με ευθύ, ριζοσπαστικό, δημοκρατικό τρόπο – ως αναπόφευκτος μονόδρομος. Αν θα είναι για καλό ή όχι, θα φανεί στην πορεία.