Η σύγκρουση ανάμεσα στο παλαιό και το νέο ΠΑΣΟΚ, που θα καταγραφεί για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα στις κάλπες, κυρίως στην περιφέρεια Αττικής, ίσως αποτελέσει προπομπό κάθετων ανατροπών στο κομματικό σκηνικό της χώρας, το οποίο τα τελευταία χρόνια δεν αντικατοπτρίζει τις υφιστάμενες διαχωριστικές γραμμές και διατηρείται στη ζωή με τεχνητά μέσα. Η υποψηφιότητα του Γιάννη Δημαρά καταγράφει διείσδυση σε όλους τους πολιτικούς χώρους ανατρέποντας συσχετισμούς δυνάμεων και υπολογισμούς ηγεσιών. Η παραδοσιακή αναμέτρηση της Κεντροδεξιάς με την Κεντροαριστερά χάνει το ιδεολογικό της υπόβαθρο και αντικαθίσταται από την αποδοχή ή όχι του Μνημονίου. Οι έννοιες συντήρηση και πρόοδος αλλοιώνονται.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, καθίσταται σαφές ότι οι εκσυγχρονιστές του Κώστα Σημίτη, οι νεωτεριστές του Γιώργου Παπανδρέου και οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές της Ντόρας Μπακογιάννη, έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους απ’ ό,τι οι υπέρμαχοι του κρατισμού, των κάθε λογής κακώς νοουμένων “κεκτημένων” και των παγιωμένων συνδικαλιστικών συμφερόντων, που υπάρχουν σε όλα τα κόμματα, από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά. Η Ιστορία θα κρίνει σε ποια κατηγορία ανήκει τελικά ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος, παρά τα όσα ευλόγως του προσάπτονται για τη δική του συμβολή στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, πριν από τις εκλογές μιλούσε για τη δύσκολη κατάσταση της οικονομίας και υποσχόταν πάγωμα μισθών, ενώ μετά την ήττα του είχε σπεύσει να ταχθεί υπέρ κάθε προσπάθειας εξυγίανσης που θα κατέβαλε ο αντικαταστάτης του.
Η πάλη ανάμεσα στις δύο τάσεις του ΠΑΣΟΚ εν πολλοίς αντικατοπτρίζει και τη διελκυνστίδα ανάμεσα στα δύο πρόσωπα της Ελλάδας. Από τη μια πλευρά, οι κ. Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες κερδίζουν τη στήριξη ξένων επενδυτών, ευρωπαϊκών θεσμών και διεθνών οργανισμών, και στην αντίπερα όχθη οι επικριτές του Μνημονίου που αυτή τη στιγμή εκφράζει πολιτικά ο Γιάννης Δημαράς, ο οποίος παραπέμπει στον Δημήτρη Τσοβόλα και τις παροχές της δεκαετίας του ’80, συσπειρώνοντας δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά και της Ν.Δ., η οποία επέλεξε ως στίγμα της πολιτικής της τη μετωπική σύγκρουση με το Μνημόνιο. Οταν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ετήσιας συνάντησης του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον στελέχη του Ταμείου αναρωτήθηκαν ποιος είναι και τι ακριβώς πρεσβεύει ο κ. Δημαράς, ο γράφων εξήγησε την πραγματικότητα: ότι πρόκειται για ευπρεπή άνθρωπο και συνεπή πολιτικό, αγαπητό και οικείο από το τηλεοπτικό παρελθόν του, που λόγω συγκυρίας έχει μετεξελιχθεί σε προσωποποίηση της αντίθεσης στο Μνημόνιο και σε αυτό το πλαίσιο έχει απήχηση σε μια κοινή γνώμη που δυσφορεί για τα επώδυνα μέτρα που εφαρμόζονται.
Με αυτά τα δεδομένα, η καλύτερη απάντηση του κ. Παπανδρέου στο επίπλαστο δίλημμα υπέρ ή κατά του Μνημονίου, θα ήταν να παραμείνει συνεπής στην αρχική θέση του ότι αυτές είναι οι σημαντικότερες αυτοδιοικητικές εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, και να επιμείνει ότι υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αξιολογηθεί το αποτέλεσμά τους. Με βάση αυτή την καθ’ όλα εύλογη συλλογιστική θα μπορούσε να στηρίξει ενεργά τον έμπειρο άνθρωπο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που ο ίδιος επέλεξε ως υποψήφιο περιφερειάρχη Αττικής –ακόμη και αντίπαλοι αναγνωρίζουν στον κ. Σγουρό γνώση και πολυετή ενασχόληση με τα προβλήματα της περιοχής– και να επικεντρωθεί στην αμφισβήτηση της δυνατότητας του κ. Δημαρά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του νέου αξιώματος που περιγράφεται ως “μικρός πρωθυπουργός”. Τελικά, έπραξε το ακριβώς αντίθετο, καταφεύγοντας στο δίλημμα “είτε με ψηφίζετε είτε οδηγώ τη χώρα σε εθνικές εκλογές” με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη συνέχιση της οικονομικής στήριξης και την αντίδραση των αγορών...