Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για τα νέα μέτρα. Και, ως συνήθως, η συζήτηση γίνεται χωρίς αποσαφηνισμένες και συγκεκριμένες έννοιες. Ετσι πιθανότατα θα βρεθούμε προ εκπλήξεων, όπως εξεπλάγησαν πολλοί θαμώνες των τηλεοπτικών καφενείων, όταν προ μηνός ανακοινώθηκε η ειδική εισφορά επί των κερδών των επιχειρήσεων. Αυτή βαφτίστηκε, «έκτακτη», «αναπάντεχη», «εκεί που δεν το περίμενε κανείς» (όπως απεφάνθη κάποιος), άσχετα αν αυτό το μέτρο υπήρχε στο Μνημόνιο.
Μέτρα, λοιπόν, θα έρθουν. Σίγουρα τα προγραμματισμένα και μπορεί κάποια αναπάντεχα. Το Μνημόνιο είναι μία εξαιρετικά λεπτομερής σύμβαση μεταξύ δανειστών και δανειζομένων και προβλέπει μέτρα φορολογικά και μέτρα συμμαζέματος των δημοσίων δαπανών.
Η σύμβαση έγινε τόσο λεπτομερής διότι δεν είναι το πρώτο Μνημόνιο που υπογράφουμε. Κατά μίαν έννοια και η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η συνθήκη της Λισσαβώνας, μνημόνια ήταν, αλλά χωρίς τα δανεικά. Μ’ αυτές τις συμφωνίες υποσχεθήκαμε να τηρήσουμε κάποιες δεσμεύσεις για τα όρια του ελλείμματος και του χρέους. Επειδή δεν τηρήσαμε, αυτή την φορά μάς έφεραν ένα μνημόνιο λεπτομερές και βραχύχρονο.
Ετσι, λοιπόν, πρέπει να βλέπουμε το Μνημόνιο: ως ένα συνοπτικό κατάλογο στόχων κι ένα λεπτομερή οδηγό μέτρων για να επιτευχθούν οι στόχοι. Οι στόχοι δεν αλλάζουν επειδή δεν μάς εμπιστεύονται οι δανειστές μας. Οχι μόνο τα μέλη της Ευρωζώνης που μάς έδωσαν την τελευταία ανάσα των 110 δισ., αλλά και οι άλλοι, αυτοί που επενδύουν ή σπεκουλάρουν στις αγορές. Τα μέτρα όμως αλλάζουν. Οσο λεπτομερές κι αν είναι ένα σχέδιο πολιτικής, η ζωή έχει πάντα περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτές εκτροχίασαν ακόμη και τα αναλυτικότατα πενταετή πλάνα που έκανε η ΕΣΣΔ. Τα μέτρα είναι σε διαρκή διαπραγμάτευση με τη ζωή, την κοινωνία, τις συνθήκες που προκύπτουν. Το Μνημόνιο αλλάζει και θα αλλάζει συνεχώς. Είτε επειδή κάποια πράγματα δεν είχαν προβλεφθεί (π.χ. το έλλειμμα του 2009) είτε επειδή ολιγώρησε η κυβέρνηση (π.χ. στα φάρμακα) είτε επειδή κάνουν λευκή απεργία οι εφοριακοί είτε για χίλιους άλλους λόγους.
Η εξέλιξη του Μνημονίου είναι πιθανή και προς τις δύο κατευθύνσεις. Μπορεί να χρειαστούν λιγότερα μέτρα. Αν μας εμπιστευτούν οι αγορές. Αν το μνημόνιο εφαρμοστεί κατά γράμμα δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα. Μπορεί, όμως, να αποφασίσουμε ότι για συναισθηματικούς ή οικολογικούς λόγους θα πρέπει να συντηρούμε όλες τις γραμμές του ΟΣΕ. Τότε, από κάπου αλλού πρέπει να κόψουμε το ένα δισ. που χρειάζεται. Αν αποφασίσουμε να μειώσουμε τις φαρμακευτικές δαπάνες στο μισό, θα μείνουν λεφτά για μεγαλύτερες συντάξεις. Αν αποφασίσουμε να μη δίνουμε συντάξεις, θα μείνουν περισσότερα χρήματα για να επιδοτούμε την ΕΘΕΛ κ.ο.κ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με ή χωρίς Μνημόνιο οι περικοπές και κυρίως οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε να γίνουν. Διότι μέχρι πριν από ένα χρόνο λεφτά υπήρχαν. Αλλά, στις αγορές. Με αυτά ασκούσαμε και κοινωνικές και κακές πολιτικές. Με τα λεφτά των επενδυτών χρηματοδοτούσαμε το ΕΣΥ, αλλά και διορίζαμε στο Δημόσιο. Τώρα που κόπηκαν, πρέπει αναγκαστικά να περικόψουμε κι εμείς. Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν...