Το πολιτικό μας σύστημα κινδυνεύει σύντομα να βρεθεί σε ένα απόλυτο αδιέξοδο, το οποίο το ίδιο δημιούργησε εδώ και 30 χρόνια, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον το ίδιο θα μπορέσει τελικά να λύσει. Ο κ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ φοβούνται, δικαιολογημένα, το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Θεωρούν ότι οι κάλπες μπορεί να βγάλουν ένα «ηχηρό χαστούκι» λόγω της οργής του κόσμου και της όλο και πιο βαθιάς ύφεσης.
Το ζήτημα είναι τι μπορεί να κάνει την επόμενη μέρα ο κ. Παπανδρέου. Να αλλάξει πολιτική και να αρχίσει να καταφέρεται κατά του Μνημονίου θα ήταν μια πράξη παραλογισμού, θα τον εξέθετε στο εξωτερικό και θα οδηγούσε τη χώρα σε στάση πληρωμών. Οι ράγες θα είναι οι ίδιες, όποιος και να είναι ο πρωθυπουργός της χώρας από σήμερα έως τουλάχιστον το 2013. Μπορεί να αλλάξει λίγο το μείγμα, να ξαναδιαπραγματευθεί κάποιος μερικά εδάφια του Μνημονίου, αλλά η τροχιά θα είναι απολύτως η ίδια, εκτός αν κάποιος αποφασίσει να εκτροχιασθεί ηθελημένα, να βγάλει τη χώρα από την Ευρωζώνη, να τραβήξει μια γενναία υποτίμηση και να μας εξηγήσει γιατί θα γίνουμε μια λίγο πιο χλιδάτη Αλβανία.
Ο κ. Παπανδρέου καθυστέρησε απελπιστικά στην αρχή να πάρει δημοσιονομικά μέτρα και κατόπιν δίστασε να κόψει εκεί όπου πραγματικά υπάρχει σπατάλη. Μπορεί να ακούγεται ανάλγητο και σκληρό, αλλά θα ήταν καλύτερα να απολύσει όσες χιλιάδες εργαζομένων δεν κάνουν τίποτα στο ευρύτερο Δημόσιο, ακόμη και να κλείσει κομμάτι της ΕΡΤ και του ΟΣΕ κ.λπ., παρά να ξεπατώσει την αγορά με φόρους και να οδηγήσει στα όρια της εξαθλίωσης έναν ολόκληρο κόσμο συνταξιούχων αλλά και δημοσίων υπαλλήλων με τις περικοπές που έκανε. Τώρα που έρχεται η ώρα των μεγάλων περικοπών στις ΔΕΚΟ, ο πρωθυπουργός θα βρει μπροστά του την ανεξέλεγκτη οργή των Πασκιτών και του βαθέος κράτους του ΠΑΣΟΚ. Αυτά γίνονταν, να το πούμε διαφορετικά, όσο η εντολή ήταν νωπή και ο κίνδυνος της πλήρους κατάρρευσης άμεσος. Δυστυχώς, δεν το κατάλαβε εγκαίρως.
Τι θα κάνει λοιπόν ο κ. Παπανδρέου; Μπορεί να προχωρήσει πολιτικά λαβωμένος μέχρι το σημείο που δεν θα αντέχει άλλο, που θα αρχίσει δηλαδή το κόμμα του να καταψηφίζει νομοσχέδια ή να διαμαρτύρεται βίαια. Μπορεί επίσης να επιλέξει να προτείνει ο ίδιος στον κ. Σαμαρά ή σε άλλους πολιτικούς μια μορφή συγκυβέρνησης. Μπορεί, τέλος, να πάει σε εκλογές με το επιχείρημα «καταλαβαίνω το μήνυμα που μου στείλατε, δεν μπορώ να διαπραγματευθώ με την τρόικα με αυτούς τους όρους, εγώ έχω τα εχέγγυα της αξιοπιστίας εκτός Ελλάδος για να αποτρέψω τη χρεοκοπία». Κάτι από αυτά τα τρία θα κάνει εν τέλει ο κ. Παπανδρέου, αλλά ο πολιτικός χρόνος από τα μέσα Νοεμβρίου θα τρέχει με απίστευτη ταχύτητα και εντελώς απρόβλεπτο τρόπο.
Υπάρχουν, εν τω μεταξύ, σοβαρότατοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και μπορούν να επιταχύνουν τις εξελίξεις. Η ενδελεχής έρευνα των Ευρωπαίων ενδέχεται από τη μία να βγάλει «ελέφαντες» που θα αλλάξουν όλα τα δεδομένα και από την άλλη να εδραιώσει την πεποίθηση των Ευρωπαίων και άλλων πως η Ελλάδα δεν είναι σοβαρό κράτος και πολύ δύσκολα θα αλλάξει. Η νεολαία πάλι θέλει ένα σπίρτο για να πάρει φωτιά, γιατί ζει το δράμα της ανεργίας και συζητάει πια στα καφέ αν θα μεταναστεύσει και πού θα πάει. Οι επιχειρηματίες έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο απόγνωσης, που λένε πια μεταξύ τους πως «για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν με νοιάζει που χτυπάνε επιταγές, άλλωστε σε όλους συμβαίνει». Η ανοησία των Εξεταστικών μπορεί να μας βάλει σε μια τροχιά σκανδαλολογίας χωρίς τέλος.
Η μόνη λύση μέσα σε όλο αυτό σκηνικό είναι το πολιτικό σύστημα να ξυπνήσει και να καταλάβει τι συμβαίνει. Η χώρα δεν κυβερνιέται με αρλούμπες του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή «θα μηδενίσω το έλλειμμα το 2011». Δεν κυβερνιέται, επίσης, με άπειρους πρίγκιπες και φθαρμένα κομματικά υλικά. Δυστυχώς, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. μαζί διαθέτουν ελάχιστο πολιτικό προσωπικό που μπορεί να ανταποκριθεί στο σημερινό αδιέξοδο. Γι’ αυτό, ο μόνος δρόμος είναι δυστυχώς ο δρόμος του μαρτυρίου αλλά με εθνική συνεννόηση, με αξιοποίηση τεχνοκρατών κάθε απόχρωσης και ένα πειστικό όραμα που θα κάνει τον Ελληνα να βρει τον καλύτερό του εαυτό και να δώσει μια δύσκολη μάχη με την πίστη πως στο τέλος θα βγει κερδισμένος. Οπως ακριβώς έκανε η γενιά των παππούδων μας πριν από ακριβώς 70 χρόνια, όταν έδωσε τη δική της ιστορική μάχη.