Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Το άγνωστο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

Μπορεί να φανεί περίεργο, αλλά ο μεγαλύτερος εχθρός του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) δεν είναι η έξαλλη Αριστερά. Αυτή εξαπολύει τις συνήθεις ιερεμιάδες, κάνει κάποιες διαδηλώσεις, και εξ όσων γνωρίζουμε δεν κατάφερε όλα αυτά τα χρόνια ούτε καν να ανατρέψει κάποιο πρόγραμμα τού διεθνούς αυτού οργανισμού. Το χειρότερο που μπορούσε να κάνει στο ΔΝΤ είναι να του βγάλει το κακό όνομα. Αλλά γι' αυτό, πάλι, φρόντισε χρόνια πριν η σοβιετική προπαγάνδα, αυτή που παρουσίαζε τους πυραύλους «Πέρσινγκ» επιθετικούς και τους SS-20 ειρηνικούς. Ο πιο επικίνδυνος εχθρός του ΔΝΤ είναι η νεοσυντηρητική Δεξιά, διότι επηρεάζει τις αποφάσεις του μεγαλύτερου χρηματοδότη του. Oι ΗΠΑ συνεισφέρουν το 17,09% από τα 328 δισ. δολάρια που είναι συνολικά τα κεφάλαια του οργανισμού. Πριν από τη διακυβέρνηση του τζούνιορ Μπους το ποσοστό αυτό ήταν 18,25%, τριπλάσιο σχεδόν από τους επόμενους δύο χρηματοδότες (Γερμανία, Ιαπωνία) το ποσοστό των οποίων ήταν 5,67%.

Ποιος λοιπόν μπορούσε να γράψει ότι «οι υποστηρικτές του ΔΝΤ συχνά διαφημίζουν τη σωτηρία της μεξικανικής οικονομίας ως επιτυχία... Αλλά ο μεξικανικός λαός υπέφερε τη μείωση του επιπέδου ζωής του που ήταν αποτέλεσμα αυτής της κρίσης. Οπως συμβαίνει πάντα, όταν επεμβαίνει το ΔΝΤ, οι κυβερνήσεις και οι δανειστές τους σώζονται, αλλά όχι οι άνθρωποι»; Αν κάποιος στοιχημάτιζε ότι αυτό είναι περικοπή από ανακοίνωση κάποιας συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ θα έχανε. Προέρχεται από το άρθρο με τίτλο «Ποιος χρειάζεται το ΔΝΤ;» (Wall Street Journal, 3.2.1998) των Τζορτζ Σουλτς (υπουργός Εξωτερικών επί Ρόναλντ Ρέιγκαν), Γουίλιαμ Σάιμον (υπουργός Οικονομικών επί Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ) και Γουόλτερ Ρίστον (πρώην προέδρος και διευθύνων σύμβουλος της Citicorp/Citibank).

Αλλη αφετηρία

Υπάρχει λοιπόν περίπτωση να δούμε Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές και Αμερικανούς τραπεζίτες να φωνασκούν παρέα με τον κ. Λαφαζάνη «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη»; Αν και η φρασεολογία τους έχει πολλά κοινά, οι αφετηρίες είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα: ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής του Κάνσας Τοντ Τίαρτ αντιτάχθηκε στο πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας λέγοντας ότι «είναι απλώς άδικο -ως θέση αρχής- να εξαναγκαστούν οι Αμερικανοί φορολογούμενοι να δώσουν τα χρήματα που κέρδισαν με τη σκληρή τους εργασία για να στηρίξουν αποτυχημένες πολιτικές σχετικά πλούσιων εθνών, όπως είναι η Ελλάδα».

Η Αριστερά ξεκινά από το νεφελώδες ενός άλλου κόσμου, στον οποίο μπορείς να δανείζεσαι ακόμη και αφού δηλώσεις ότι δεν θα ξεπληρώσεις τα χρέη, ενώ οι νεοσυντηρητικοί απλώς επιθυμούν την εφαρμογή του σκληρού νόμου των αγορών, που έχει λάθη και τιμωρία. Οπως έγραψαν και οι παραπάνω «οι προσπάθειες του ΔΝΤ είναι αποτελεσματικές μόνο για να στρεβλώνουν τις διεθνείς επενδυτικές αγορές... Το ΔΝΤ είναι αναποτελεσματικό, άχρηστο και παρωχημένο. Δεν χρειαζόμαστε ένα άλλο ΔΝΤ... Μόλις τελειώσει η ασιατική κρίση πρέπει να καταργήσουμε κι αυτό που έχουμε».

Από την ιδεολογική τους σκοπιά έχουν απόλυτο δίκιο. Το ΔΝΤ είναι ένα κεϊνσιανό εργαλείο διευθέτησης αποτυχιών της αγοράς. Γεννήθηκε πάνω στις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η αναγκαιότητά του έγινε ορατή στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης που ακολούθησαν το μεγάλο κραχ του 1929. Τότε η κρίση μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο, σαν φωτιά που καίει τα ξερά χόρτα για έναν απλό λόγο: όπου χτυπούσε η κρίση, αναγκαστικά τα προϊόντα γίνονταν πιο φθηνά και συνεπώς πιο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Για να προστατεύσουν οι άλλες χώρες την εγχώρια παραγωγή προχωρούσαν σε επιθετική υποτίμηση των νομισμάτων τους. Οι άλλες απαντούσαν με δικές τους υποτιμήσεις και στο τέλος όλοι βρέθηκαν με σωρούς χαρτονομισμάτων που δεν άξιζαν τίποτε. Το διεθνές εμπόριο κατέρρευσε (από 3,5 δισ. δολ. το 1929 έπεσε στα 900 εκατ. το 1933) λόγω του προστατευτισμού, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν υπήρχε αξιόπιστο μέσο ανταλλαγής. Κανείς δεν ήξερε αν τα χρήματα που έπαιρνε για το εμπόρευμά του την μία μέρα θα άξιζαν το ίδιο την επομένη. Και η κρίση από αμερικανική έγινε παγκόσμια, για να ακολουθήσει ένας καταστροφικός πόλεμος.

Στο Μπρέντον Γουντς

Εκείνη την περίοδο δύο άνθρωποι ξεχωριστά άρχισαν να σχεδιάζουν διεθνείς θεσμούς παρέμβασης στις αγορές ώστε να μην επαναληφθεί η καταστροφή της δεκαετίας του '30. Στη Βρετανία ήταν ο Τζον Μέιναρντ Κέινς και στις ΗΠΑ ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του «Νιου Ντιλ» και επικεφαλής οικονομολόγος της ομοσπονδιακής τράπεζας Χάρι Γουάιτ. Τον Ιούλιο του 1944 εκπρόσωποι 45 εθνών συναντήθηκαν στο Μπρέντον Γουντς του Νιου Χαμσάιρ και συμφώνησαν στη δημιουργία της Παγκόσμιας Τράπεζας (για βοήθεια στις αναπτυσσόμενες χώρες) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που θα επέβλεπε ένα σύστημα συναλλαγματικής σταθερότητας (αρχικά βασισμένης στον χρυσό) και τη δημιουργία ενός εγγυοδοτικού κεφαλαίου που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν υπό όρους όσες χώρες το είχαν ανάγκη. Η συνεισφορά σ' αυτό το κεφάλαιο είναι αναλογική των οικονομικών δυνατοτήτων κάθε χώρας-μέλους, αλλά επίσης αναλογικά της συνεισφοράς είναι και τα δικαιώματα απόσυρσης χρημάτων, όπως και ο αριθμός των ψήφων.

Το τελευταίο δημιούργησε το πρώτο σχίσμα. Ο Ιωσήφ Στάλιν, αν και υπέγραψε το αρχικό σχέδιο, αποσύρθηκε ζητώντας να μην ισχύσει η αρχή της αναλογίας. Φυσικά κατήγγειλε το ΔΝΤ ως όργανο του καπιταλισμού και εξανάγκασε τις χώρες που βρίσκονταν υπό σοβιετική κατοχή, όπως η Πολωνία, να αποσυρθούν. Ετσι κι αλλιώς, για τους κομμουνιστές όλοι οι κεϊνσιανοί θεσμοί δεν ήταν παρά κόλπα που απέτρεπαν την «επικείμενη κατάρρευση» του καπιταλισμού και τη συνακόλουθη μεγάλη κομμουνιστική επανάσταση. Θα έπρεπε να περάσουν χρόνια και να καταρρεύσουν οι κομμουνιστικές δικτατορίες για να τραβήξει το 1996 η Ρωσία τη μεγαλύτερη μέχρι τότε χρηματοδότηση του ΔΝΤ...

Οι επικριτές

Το ΔΝΤ χρωματίστηκε κατ' αρχήν από την ισχυρή κομμουνιστική προπαγάνδα που κατάφερνε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου να κάνει το άσπρο, μαύρο. Αν και έσωσε πάρα πολλές χώρες από βέβαιη οικονομική και κοινωνική καταστροφή, πολλές παρεμβάσεις του είναι αμφιλεγόμενες. Οι οικονομολόγοι κάθε σχολής θα συζητούν για χρόνια τις «συνταγές του ΔΝΤ» στην Ασία ή στην Αργεντινή. Δεν συζητούν, βέβαια, τις περιπτώσεις της Γαλλίας (ήταν η πρώτη χώρα που χρειάστηκε τη βοήθεια το 1947) της Βρετανίας, της Ιταλίας και δεκάδων άλλων χωρών όπου τα προγράμματα στέφθηκαν με επιτυχία. Η κριτική τους δεν έχει να κάνει με το αριστερό μεταφυσικό δίλημμα αν μια χώρα μπορεί να ξοδεύει επ' άπειρον λεφτά που δεν έχει· εστιάζει σε επιμέρους εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν.

Πιο σοβαρό (υπό την έννοια του πραγματικού) είναι το νεοσυντηρητικό δίλημμα αν χρειάζεται το ΔΝΤ για να κάνει την εξίσωση δαπανών - εσόδων πιο ήπια ή αν πρέπει η αγορά να λύνει με τον δικό της τρόπο το πρόβλημα, δηλαδή τη χρεοκοπία.

Απαντώντας στο άρθρο των Σουλτς - Σάιμον - Ρίστον, αλλά και σε άλλες κριτικές που έλεγαν ότι το ΔΝΤ έχασε τον δρόμο του και από εγγυητής της συναλλαγματικής σταθερότητας έγινε «διεθνές φτωχοκομείο», ο Πολ Κρούγκμαν παρομοίασε τον οργανισμό με την Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας η οποία παίζει και τον ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης. «Αν χρειαζόμαστε δανειστή έσχατης ανάγκης για να χειρίζεται τις εγχώριες κρίσεις, δεν χρειαζόμαστε, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ένα δανειστή έσχατης ανάγκης που θα αντιμετωπίζει τις διεθνείς κρίσεις; Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το ΔΝΤ δεν είναι ιδανικό γι' αυτόν τον ρόλο. Σε αντίθεση με μια κεντρική τράπεζα που μπορεί να ελέγχει και να ρυθμίζει τις τράπεζες διαρκώς, το ΔΝΤ έχει ελάχιστη εξουσία μέχρι να μπει μια χώρα σε κρίση. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες φορές, προσπαθώντας να σώσει μια χώρα από την κατάρρευση, καταλήγει να προσφέρει δίχτυ ασφαλείας και σε εκείνους που δεν το αξίζουν: στους απρόσεκτους διεθνείς τραπεζίτες ακόμη και σε διεφθαρμένους πολιτικούς. Το ΔΝΤ επίσης κάνει λάθη. Τα προγράμματά του στην Ασία επικρίθηκαν σκληρά (αν και πολλές φορές οι επικριτές του διαφωνούν μεταξύ τους όσο και με το ΔΝΤ). Αλλά το ΔΝΤ είναι ό, τι έχουμε και είναι πολύ καλύτερο από το τίποτα». (New York Times, 15.5.1998)