Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ακόμα και ο πιο στυγνός κυνισμός, η ιταμότητα, έχει όρια

Μόνο η θρασύτητα του κομματικού αμοραλισμού δεν έχει. Είναι αχαλίνωτη. Το αποδείχνει η φράση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, η «ερμηνεία» του για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας: «Τα φάγαμε όλοι μαζί (κυβερνώντες και κυβερνώμενοι), σας διορίζαμε για χρόνια»! Σίγουρα το ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλώς κόμμα, είναι κοινωνικό σύμπτωμα. Δημιούργησε ανθρωπολογικό τύπο.

Με δεδομένη την καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος από το κομματικό κράτος, την επιτροπεία που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές της, χαμένη την εθνική κυριαρχία (το ομολόγησε ευήθως ο πρωθυπουργός), οι αυτουργοί του εγκλήματος θέλουν να μας πείσουν ότι είμαστε συνένοχοι. Ναι, από τα πιο ύπουλα τεχνάσματα κάθε απανθρωπίας είναι η προσπάθεια να ενοχοποιηθεί το θύμα. Και για λόγους δυσεξήγητων ψυχολογικών διεργασιών το θύμα είναι συνήθως ευεπίφορο στην ενοχοποίηση. Το ξέρουν οι αετονύχηδες της ιδιοτέλειας κομματάνθρωποι, από καταβολής ελλαδικού κράτους.

Εχουν αλλοτριώσει συνειδητά και από πρόθεση την αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε σύστημα πελατειακών σχέσεων: εξαγοράζουν ψήφους (δηλαδή συνειδήσεις) αντιπαρέχοντας διορισμούς στο Δημόσιο. Κάθε κόμμα εξασφαλίζει τα «δικά του παιδιά» σε απίστευτους αριθμούς – ξέφρενο και διαρκές όργιο γιγαντισμού του κράτους. Και όταν η οικονομία καταρρέει γιατί δεν αντέχει να συντηρεί στρατιές αργόσχολης δημοσιοϋπαλληλίας, τότε επιστρατεύεται το τέχνασμα της ενοχοποίησης των θυμάτων: Μισή ενοχή δική μας, μισή δική σας, «τα φάγαμε μαζί».

Λογική και αντανακλαστικά μαστροπών: Προσφέρουν δόλωμα την αμειβόμενη με χρήμα ακολασία (προάγουν σε ακολασία) και στη συνέχεια λοιδορούν και προπηλακίζουν το θύμα για εκπόρνευση, διαφθορά, εκμαυλισμό. Θέλουν να αγνοούν ότι ο ρόλος που οι πολίτες αναθέτουν στον πολιτικό είναι να διακονεί (να «υπουργεί») τις κοινές ανάγκες, όχι να εκμαυλίζει ψηφοφόρους, εξαγοράζοντας την ψήφο τους για τη δική του εξουσιολαγνεία. Είναι φυσικά εύκολο να μεταβάλλεις τον πολίτη σε πελάτη: η φύση του ανθρώπου ρέπει στην ιδιοτέλεια, η ανάγκη για εξασφάλιση, για σιγουριά, είναι ορμή ενστικτώδης, αδυσώπητη, ανταποκρίνεται αντανακλαστικά στο δόλωμα του ρουσφετιού.

Γι’ αυτό η εξουσία είχε πάντοτε αυτονόητα και παιδαγωγικό χαρακτήρα, υπηρετούσε το κοινωνικό γεγονός, το άθλημα των σχέσεων, της συνύπαρξης, όχι τη θωράκιση ατομικών συμφερόντων.

Η φράση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης «μαζί τα φάγαμε» δικαιολογεί και νομιμοποιεί την πιο αδίστακτη αντικοινωνική συμπεριφορά της εξουσίας, παραπέμπει στην εκφραστική μαστροπών, στην απανθρωπία της αδιαφορίας για κάθε λογική κοινωνικού υπουργήματος. Δεν συμβιβάζεται με πολιτικό αξίωμα, με την τιμή της διακονίας ελπίδων και στόχων του λαού, διαχείρισης της εμπιστοσύνης του. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι: πότε επιτέλους θα αφυπνισθεί σε στοιχειώδεις επιγνώσεις αυτός ο λαός, πότε θα συνειδητοποιήσει ότι είναι μόνο θύμα, όχι συνεργός των φαυλεπίφαυλων επαγγελματιών της εξουσίας.

Πότε θα απαιτήσει καινούργιο Σύνταγμα, θεσμική απελευθέρωση από τον ζυγό της κομματοκρατίας.

Η οικονομία βυθίζεται όλο και πιο αδιέξοδα στην ύφεση, οι στρατιές των απελπισμένων ανέργων πληθύνονται καθημερινά, η παραγωγή μειώνεται δραματικά, η αγορά φθίνει, τα καταστήματα κλείνουν με πρόοδο γεωμετρική που, κυριολεκτικά, πανικοβάλλει. Ομως τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν, ολοφάνερα, πρώτο τους μέλημα τις επερχόμενες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια τετριμμένα στερεότυπα για τα εγκλήματα της Ν.Δ., με τόσο φτηνιάρικη εμπάθεια και τόσο κραυγαλέα μονομέρεια, που τελικά μάλλον αμβλύνει τη λαϊκή οργή για τους αντιπάλους του, τη μεταστρέφει σε αηδία και απέχθεια για τη δική του μικροϊνική ρητορική. Πολιτικό λόγο σε τόσο χαμηλό διανοητικό και γλωσσικό επίπεδο ίσως δεν είχε ακούσει ποτέ άλλοτε στην παρακμιακή της κατρακύλα η ελληνική κοινωνία.

Και η άκρα ευτέλεια του πρωθυπουργικού λόγου επιβάλλεται ως κεντρικό θέμα κάθε Δελτίου Ειδήσεων (καταλαμβάνει τα δύο τρία περίπου του συνολικού τηλεοπτικού χρόνου) στα κρατικά κανάλια. Απαντάει ο εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ανάλογου επιπέδου ευφυολογήματα, ώστε ο απελπισμός του κάποιας νοημοσύνης πολίτη να ολοκληρώνεται τεκμηριωμένα. Σίγουρα υπάρχει ενοχή της ελλαδικής κοινωνίας γι’ αυτό το ανατριχιαστικό κατάντημα. Οχι επειδή «τα έφαγε μαζί» με τις κομματικές συντεχνίες της κλεπτοκρατίας, αλλά επειδή δεν προσβάλλεται από το κρετινικό τους επίπεδο, δεν αντιδρά, είναι έτοιμη να ψηφίσει και πάλι τους επίσημους εγκαθέτους της κλεπτοκρατίας (ή τους ευνοουμένους της) στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Το συνετό (σοφό θα έλεγα) κομμάτι του ελλαδικού πληθυσμού (ελάχιστο αριθμητικά, αλλά όχι ευκαταφρόνητο σε δυναμική επιρροής) δεν ψηφίζει ιδεολογικές ετικέτες, ψηφίζει πρόσωπα. Στην πρόκριση προσώπων, στην αξιολόγηση προσώπων, στην εμπιστοσύνη σε πρόσωπα απηχείται ελληνική ιδιαιτερότητα αιώνων: εθισμοί στην ευθύνη της ελευθερίας, όχι πειθάρχηση σε αυθεντίες «ορθής» ιδεολογίας και «αποτελεσματικής» ηθικής. Ετσι, το συνετό κομμάτι της ελλαδικής κοινωνίας θα ήταν μάλλον έτοιμο να ευνοήσει τη μετάθεση εμπιστοσύνης από τον μειονεκτικό γόνο των Παπανδρέου στον Αντώνη Σαμαρά: Εστω και μόνο για το κουράγιο του να αντιπαλέψει επί χρόνια τη μητσοτακική παραλλαγή του παπανδρεϊσμού και παρά τη συμπόρευσή του με τον ύστερο, τον ανεκδιήγητης ανικανότητας, καραμανλισμό.

Με άλλα λόγια: το εκλογικά (και σοφά) περιφερόμενο κομμάτι της ελλαδικής κοινωνίας, οι πολίτες που κάθε φορά κρίνουν και ψηφίζουν το μη χείρον, θα ήταν μάλλον έτοιμοι να δώσουν και στον Α. Σαμαρά ιστορική ευκαιρία, να του εμπιστευθούν την παλιγγενεσία της πατρίδας, έστω λίγους μόνο μήνες μετά το καραμανλικό (του βραχέος) φιάσκο. Αρκεί να είχαν πειστήρια για την τόλμη του να διακινδυνεύσει ριζικές αλλαγές. Και τα πειστήρια θα ήσαν δύο: Αν μιλούσε «άλλη» γλώσσα. Και αν έβαζε βαθιά, αμείλικτα το μαχαίρι στο σαπισμένο από χρόνια κόμμα της Ν.Δ.

Δεν θα ήταν κάτι απλό να μιλούσε «άλλη» γλώσσα ο Α. Σαμαράς. «Αλλη» γλώσσα θα σήμαινε άλλη θέα της πραγματικότητας από αυτήν που έχει σήμερα, άλλη νοο-τροπία (τρόπο του νοείν), άλλες ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων, άλλες κοινωνικές στοχεύσεις, άλλη αίσθηση της ελληνικότητας, άλλη εκδοχή της πολιτικής. Και από όλες αυτές τις κατακτημένες διαφορετικότητες θα προέκυπτε άλλο λεξιλόγιο, άλλη εκφραστική, άλλη φυσιογνωμική σημειολογία. Σήμερα ο Α. Σαμαράς είναι για την ελλαδική πολιτική σκηνή «μία από τα ίδια», διότι τίποτε από τα όσα προϋποθέτει μια «άλλη» γλώσσα δεν μοιάζει να το διαθέτει.

Το τι σημαίνει «βαθιά το μαχαίρι στο σάπιο κόμμα», είναι προφανέστερο. Ο Α.Σ. δεν τόλμησε να αποκόψει θαρραλέα ούτε τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις ανίκανων, διεφθαρμένων, μαΐστρων της φαυλότητας. Πληρώνει γραμμάτια υποχρέωσης σε υποστηρικτές της αρχηγικής εκλογής του και όσες αλλαγές τόλμησε σε διευθυντικές κομματικές θέσεις, μοιάζει απλώς να μετέβαλαν τις ισορροπίες του παραγοντισμού (όχι και τη λογική του παραγοντισμού) στη λειτουργία του κόμματος. Τα κριτήριά του για την αξιολόγηση της ανθρώπινης ποιότητας είναι εντελώς απογοητευτικά στην περίπτωση των υποψηφίων που ευνόησε για τις εκλογές αυτοδιοίκησης – ο εξοργιστικά αποτυχημένος στην πρώτη του θητεία δήμαρχος Αθηναίων, οι προσβλητικές της αξιοπρέπειας παρουσίες στο ψηφοδέλτιό του, ο ανύπαρκτος στον κοινωνικό στίβο υποψήφιος περιφερειάρχης Αττικής, και πάει λέγοντας.

Στον ορίζοντα δεν υπάρχει δυνατότητα για τιμωρό απάντηση στην ιταμότητα που μας καθιστά όλους συνένοχους της κλεπτοκρατίας.