Toυ Ηλια Μαγκλινη
Κυκλοφόρησαν οι πρώτες φωτογραφίες με τους απεσταλμένους του ΔΝΤ στην Αθήνα. Στέκομαι κυρίως σε εκείνες, στις οποίες ο Δανός Πολ Θόνσεν, επικεφαλής του κλιμακίου, παρατηρεί τους θαμώνες κάποιου αθηναϊκού καφέ. Δεν ξέρω πόσο χρόνο ή διάθεση θα έχει να κυκλοφορήσει μέσα στην πόλη, ειδικά το Σαββατοκύριακο, όσο το κάνει, όμως, πιστεύω ότι δεν θα έχει καμία αίσθηση ότι βρίσκεται σε μια χώρα με βαθιά οικονομική (και χρόνια υπαρξιακή, ας μη γελιόμαστε) κρίση.
Ούτε εμείς έχουμε αυτή την αίσθηση. Οι «ψυχοπλακωτικές» συζητήσεις θεριεύουν στα γραφεία και τα σπίτια, όταν όμως κυκλοφορούμε στην πόλη, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει. Μπορεί οι μαγαζάτορες να διαμαρτύρονται, όμως τα καφέ, τα εστιατόρια, οι ταβέρνες, τα μεζεδοπωλεία, τα μπαρ σφύζουν από κόσμο, ιδίως τώρα που ο καιρός γλυκαίνει, ιδίως σε μέρες αργίας (και απεργίας). Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, όπως λένε, στην πράξη όμως τη «φτώχεια» την περιφρονούμε εμείς οι ίδιοι. Φυσικά σε όλους αυτούς τους χώρους της αεργίας, της σχόλης και της ψυχαγωγίας, η μόνιμη συζήτηση είναι η οικονομική κρίση, όλο αυτό όμως εξαντλείται στη σφαίρα της θεωρίας. Οσο κι αν καταποντίζεται η Ελλάς ως κράτος, δείχνει να αντέχει ή έστω να βυθίζεται με το γνωστό ανέμελο στυλ της ως γεωγραφική τοποθεσία, ως κλίμα, ως νοοτροπία. Είναι κι αυτή μια στάσις, όπως θα έλεγε ο ποιητής. Νιώθεται.
Ενδεχομένως οι απεσταλμένοι του ΔΝΤ να πάρουν γερή γεύση από τις αντιδράσεις των Ελλήνων απέναντι στα μέτρα που επιθυμούν να περάσουν, μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους, όταν θα δούνε τις πορείες και τις σαρανταοκτάωρες απεργίες που ετοιμάζονται. Αυτό που θα δούνε με άλλα λόγια θα είναι μια οργή και μια αντίδραση συνδικαλιστικού κατά βάση χαρακτήρα, διότι κατά τα άλλα κι αυτή ακόμα η οργή καταπίνεται με φραπέ, φρέντο και τσίπουρα.
Δεν ξέρω αν αυτό που θέλουμε είναι να καλοπεράσουμε «μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μας», να παίξουμε και την παράταση και να εξαντλήσουμε κι αυτές τις καθυστερήσεις, δεν ξέρω αν απλώς αρνιόμαστε να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει ή πρόκειται πολύ σύντομα να μας συμβεί, αφημένοι στην τρυφηλή ζωή μας και στα συνδικαλιστικά ανακλαστικά μας, στ’ αλήθεια είμαι πολύ μπερδεμένος. Η αλήθεια είναι ότι μου είναι πολύ ευχάριστη η εικόνα όλων αυτών των ανθρώπων που πλημμυρίζουν τις ταβέρνες και τα καφέ, δεν θα μου άρεσε να δω όλα αυτά τα μέρη άδεια κι έρημα, ούτε με καταλαμβάνει κάποιο ρωμαιοκαθολικό σύνδρομο αυτομαστίγωσης. Ούτε θα αποδείξει ντε και καλά κάτι το να κλειστεί σπίτι του ο Ελληνας. Μήπως, όμως, κάπου συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε; Μήπως περιμένουμε κάποιο ακόμα δάνειο για να «τη βγάλουμε και φέτος»; Διότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ποιος τρελός να δανείσει για πολλοστή φορά σε κάποιον άφραγκο; Εσείς δεν θα το κάνατε, γιατί να το κάνουν οι Δανοί ή οι Γερμανοί;