Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Δεύτερη ευκαιρία για υπερχρεωμένους: Ρυθμίσεις- ανάσα για δανειολήπτες που βρίσκονται στο «κόκκινο»

Δεύτερη ευκαιρία σε χιλιάδες νοικοκυριά δίνει το νομοσχέδιο για τη «ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών» που κατέθεσε χθες στη Βουλή η υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Λούκα Κατσέλη.

Επειτα από μήνες διαβούλευσης και διαξιφισμών με τις τράπεζες, το νομοσχέδιο παίρνει «σάρκα και οστά» επιχειρώντας να δώσει ανάσα σε οικογένειες, τα δάνεια των οποίων βρίσκονται στο «κόκκινο» και αδυνατούν να τα αποπληρώσουν.

Οπως δήλωσε η υπουργός Οικονομίας, η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο αυτό υλοποιεί μία από τις σημαντικότερες προεκλογικές της δεσμεύσεις, δίνοντας «στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που βιώνουν τις τραγικές συνέπειες της υπερχρέωσης μία δεύτερη ευκαιρία». Προσθέτοντας ότι «στις κρίσιμες συνθήκες που βρισκόμαστε η Πολιτεία έχει μεγαλύτερο ακόμη χρέος να στηρίξει τους αδύναμους συμπολίτες μας, να τους διασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, να προαγάγει την επανένταξη και συμμετοχή τους στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Και σε αυτό το χρέος ανταποκρίνεται με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου».

Ειδικότερα, στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες που αποδεδειγμένα βρίσκονται σε αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Εξαίρεση αποτελούν οι έμποροι, οι οποίοι όμως από την υφιστάμενη νομοθεσία έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στη διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα.

Ποια χρέη ρυθμίζονται
Ρυθμίζονται όλα τα χρέη προς τράπεζες (καταναλωτικά, στεγαστικά, επαγγελματικά) καθώς και όλα τα χρέη προς τρίτους, με εξαίρεση οφειλές από αδικοπραξίες που διαπράχθηκαν με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα ο οφειλέτης του οποίου τα χρέη ρυθμίζονται, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ένα μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές του- το ορίζει το δικαστήριο. Το ποσόν που θα καταβάλλει καθορίζεται με βάση τα εισοδήματά του και αφού ληφθούν υπόψη οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Δεν ορίζεται στο σχέδιο νόμου κάποιο ελάχιστο ποσοστό χρέους που θα πρέπει να εξοφλήσει ο οφειλέτης, αν και αρχικά υπήρχε ρύθμιση που προέβλεπε την καταβολή του 10% των χρεών. Επιπλέον περιλαμβάνεται διάταξη σύμφωνα με την οποία το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί ακόμη και να απαλλάξει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαίως ένα ορισμένο ποσόν όταν αυτός βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση (π.χ. λόγω ανεργίας, προβλημάτων υγείας), επανεξετάζοντας όμως κάθε φορά την οικονομική του κατάσταση ανά έξι μήνες.

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, εφόσον υπάρχει περιουσία του οφειλέτη που εντάσσεται σε ρύθμιση αυτή ρευστοποιείται για την ικανοποίηση των πιστωτών. Ο οφειλέτης έχει όμως τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία του την κύρια κατοικία του, αναλαμβάνοντας, με ευνοϊκό επιτόκιο και με δυνατότητα περιόδου χάριτος, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, την εξυπηρέτηση χρεών που αντιστοιχούν στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας. Αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο δανειολήπτης για να υπαχθεί στη ρύθμιση και εφόσον δεν υπάρξει εξωδικαστικώς συμβιβασμός με τους πιστωτές τους είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου όπου κατοικεί. Μάλιστα το δικαστήριο αναλαμβάνει να κάνει το ίδιο την έρευνα των στοιχείων που χρειάζονται για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις και έτσι δεν είναι απαραίτητη η παράστασή του δανειολήπτη με δικηγόρο.

Η διαδικασία έχει σχεδιασθεί με τέτοιον τρόπο ώστε οι δαπάνες στις οποίες θα υποβληθεί ο οφειλέτης να είναι οι ελάχιστες δυνατές. Το Ειρηνοδικείο δικάζει την υπόθεση μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεση της αίτησης.

Το σχέδιο νόμου υποχρεώνει τα μέρη (οφειλέτη και πιστωτές) να επιδιώξουν μία συμβιβαστική λύση, τόσο πριν από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο όσο και έπειτα από αυτή. Τέλος περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο διατάξεις και για την αποτροπή καταχρήσεων εις βάρος των πιστωτών (τραπεζών κ.λπ.) ενώ η απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη του μπορεί να γίνει μόνο μία φορά στη ζωή του.