Κατευθείαν πρόσβαση στο Ιντερνετ για την εξιχνίαση οποιουδήποτε αδικήματος (σε βαθμό κακουργήματος ή πλημμελήματος) θα έχουν όχι μόνο οι δικαστικές, αλλά και οι αστυνομικές αρχές, που θα μπορούν πλέον, χωρίς να δεσμεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών, να πληροφορούνται ποιος συνομίλησε με ποιον, πότε, από ποια ακριβώς θέση κ.λπ.
Με γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γ. Σανιδά, μία μέρα πριν από την αποχώρησή του από το σώμα, «ανάβει πράσινο φως» για να μπορούν οι αστυνομικές αρχές παρακάμπτοντας την ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών) να πληροφορούνται άμεσα τα εξωτερικά δεδομένα μιας επικοινωνίας (ποιοι συνομίλησαν, πότε, από πού κ.λπ.) όταν έχουν υποψίες διάπραξης κάποιου αδικήματος, χωρίς να υποχρεώνονται στο εξής να ζητούν την άδεια της ΑΔΑΕ.
Η εισαγγελική γνωμοδότηση ακυρώνει ουσιαστικά την ισχύουσα νομοθεσία, που θεωρεί ότι καλύπτονται από το απόρρητο τα εξωτερικά στοιχεία μιας επικοινωνίας, χαρακτηρίζοντάς την αντισυνταγματική.
Παράλληλα οδηγεί στο περιθώριο την ΑΔΑΕ, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μπορεί να παρεμβαίνει σε θέματα με τα οποία ασχολείται η δικαιοσύνη που έχει πάντοτε τον πρώτο λόγο, αφήνοντας απειλές ότι, αν η ΑΔΑΕ ζητεί εξηγήσεις από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας γιατί έδωσαν στοιχεία στα δικαστικά όργανα, μπορεί τα μέλη της να διωχθούν για παράβαση καθήκοντος...
Το ένα σκέλος της εισαγγελικής γνωμοδότησης αφορά το απόρρητο των επικοινωνιών μέσω του Διαδικτύου (Internet) και ξεκαθαρίζει εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν μπορεί να παραμένει ανώνυμος κάποιος που μέσω των «μπλογκ» ανεβάζει στο Διαδίκτυο ένα υβριστικό, συκοφαντικό κ.λπ. δημοσίευμα.
Οι εταιρείες οφείλουν να γνωστοποιήσουν τα ίχνη του στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, χωρίς να υπάρχει δέσμευση απορρήτου και χωρίς να ζητείται άδεια της ΑΔΑΕ.
Με τη γνωμοδότηση ξεπερνιέται ουσιαστικά και η ανάγκη οποιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης, αφού, σε περίπτωση συκοφάντησης ενός πολιτικού ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, καταργείται στην πράξη η ανωνυμία αυτού που διακινεί το υβριστικό κείμενο.
Σε δημοσιότητα
Ο εισαγγελέας ΑΠ παρατηρεί ότι στην επικοινωνία μέσω φαξ υπάρχει απόρρητο, αλλά όχι στο Internet όταν η επικοινωνία είναι εξ ορισμού σε δημοσιότητα, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να έχει δυνατότητα πρόσβασης σε μία ιστοσελίδα.
Ζήτημα απορρήτου στην επικοινωνία μέσω Διαδικτύου δέχεται ότι υπάρχει μόνο εάν έχει χρησιμοποιηθεί ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου, όταν π.χ. κάποιος έχει δημιουργήσει μέσω ιστοσελίδας ένα απόρρητο προφίλ με δικαίωμα πρόσβασης σε συγκεκριμένα μόνο πρόσωπα που έχουν τα απαραίτητα «κλειδιά».
Σε περίπτωση που τελεστεί οποιοδήποτε έγκλημα μέσω Διαδικτύου (υβριστικό δημοσίευμα, φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, εκδήλωση βούλησης ανηλίκου για αυτοκτονία κ.λπ.), αφού τα στοιχεία αυτά έχουν γίνει κοινά και προσιτά σε οποιονδήποτε χρήστη ή διαχειριστή ιστοσελίδας, δεν χρειάζεται άδεια της ΑΔΑΕ για να εντοπιστεί το ηλεκτρονικό ίχνος και το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από αυτό.
Οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές -κατά τη γνωμοδότηση- δικαιούνται να ζητήσουν από τις εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες επικοινωνίας όλα τα σχετικά στοιχεία και εκείνες οφείλουν να τα παράσχουν αμέσως, ακόμα και αν η ΑΔΑΕ δεν έχει δώσει άδεια ή έχει αντιρρήσεις. Η υποχρέωση αυτή ισχύει πολύ περισσότερο για αυτόφωρα αδικήματα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να εξαφανιστούν τα ηλεκτρονικά ίχνη.
Αίσθηση προκαλεί το σκέλος της γνωμοδότησης που δέχεται ότι είναι ανίσχυρο το Προεδρικό Διάταγμα 47/05 (κατά σύμπτωση η κυβέρνηση το δημοσίευσε στο ΦΕΚ την ημέρα που έγινε γνωστή η αυτοκτονία του Κ. Τσαλικίδη και η υπόθεση των υποκλοπών) κατά το σκέλος που επεκτείνει το απόρρητο των επικοινωνιών στο Διαδίκτυο και στα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας (αριθμός κλήσης, στοιχεία καλούντος και καλούμενου, ώρα κλήσης κ.λπ.). Το ΠΔ ως σχέδιο είχε τύχει επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας και είχε κριθεί συνταγματικό.