Το αδιέξοδο στο οποίo έχει περιέλθει η πολιτική ζωή της χώρας έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία του νέου κόμματος της Ντόρας Μπακογιάννη, το οποίο ευελπιστεί να εκφράσει ένα τμήμα της Κεντροδεξιάς και όχι μόνο. Η τεράστια αποχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλά και η απώλεια, μέσα σε έναν μόλις χρόνο, ενός και μισού εκατομμυρίου ψήφων, από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. αντίστοιχα, λειτουργεί ενθαρρυντικά για το νέο εγχείρημα.
Από την άλλη, η κ. Μπακογιάννη καλείται να προσελκύσει ψηφοφόρους σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται και η υποστήριξη του Μνημονίου παραπέμπει σε απολύσεις, περικοπές συντάξεων, και αυξήσεις φόρων. Ομως, αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση γι’ αυτήν. Να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Επίκαιρο παράδειγμα το ζήτημα των απολύσεων στον δημόσιο τομέα, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες γιγαντώθηκε χάρη στους διορισμούς που έκαναν και τα δύο κόμματα εξουσίας, με τη σιωπηρή συναίνεση της Αριστεράς που επιμένει να θεωρεί το δημόσιο θεμέλιο λίθο της λειτουργίας της οικονομίας. Κάτι είναι σάπιο στο σύστημα όταν δεν κινδυνεύει κανείς από τους πολλούς (όχι όλους, φυσικά) που διορίσθηκαν με κομματικά κριτήρια και δεν είναι παραγωγικοί και την ίδια ώρα δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα χάνουν τη δουλειά τους. Αυτή η εμμονή σε δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι κοινωνικά άδικη.
Στο ίδιο πνεύμα, πρόκληση αποτελεί και η στάση που θα τηρήσει το νέο κόμμα έναντι της αναγκαιότητας συγχωνεύσεων ή και καταργήσεων νοσοκομείων, τα οποία κατασκευάσθηκαν και λειτουργούν όχι με βάση αντικειμενικές ανάγκες, αλλά για την εξυπηρέτηση τοπικών συμφερόντων, την προβολή προσώπων, όπως και την εξασφάλιση προμηθειών. Και εδώ εμφανίζεται μια διάσταση κοινωνικής αδικίας καθώς υπάρχουν περιοχές της χώρας που έχουν μονάδες τις οποίες δεν χρειάζονται, και άλλες που δεν έχουν τις απαραίτητες. Ο ορθολογισμός, που θα πρέπει να είναι απόρροια ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού, βραχυπρόθεσμα θα ενοχλήσει κάποιους, αλλά μακροπρόθεσμα θα αποβεί προς όφελος της χώρας.
Η κ. Μπακογιάννη εναντιώθηκε στο κόμμα της και ψήφισε το Μνημόνιο που ήταν ο μόνος μηχανισμός που προσφέρθηκε στην Ελλάδα για να μην κηρύξει στάση πληρωμών. Τώρα καλείται να προχωρήσει σε ένα επίσης ριψοκίνδυνο βήμα, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να την καταστήσει χρήσιμη στον τόπο.
Η πρώην υπουργός Εξωτερικών προφανώς προσβλέπει σε διψήφιο ποσοστό στις επόμενες εκλογές, αλλά ακόμη και με οριακή είσοδο στη Βουλή θα μπορούσε δυνητικά να λειτουργήσει όπως οι Ελεύθεροι Δημοκράτες στη Γερμανία, οι οποίοι κατά τη μακρά παρουσία τους ως κυβερνητικοί εταίροι συνεργάσθηκαν τόσο με τους Χριστιανοδημοκράτες (σε τρεις περιόδους για συνολικά 28 χρόνια) όσο και με τους Σοσιαλδημοκράτες (13 χρόνια). Είναι βέβαιο ότι η κ. Μπακογιάννη, που έχει ζήσει στη Γερμανία, έχει μελετήσει το συγκεκριμένο προηγούμενο.
Είναι σαφές ότι το κόμμα που θα ανακοινωθεί σε τέσσερις ημέρες θα κληθεί να καλύψει ένα υπαρκτό κενό στο πολιτικό φάσμα, ιδιαίτερα στον φιλελεύθερο χώρο, πολλά μέλη του οποίου διαφωνούν με την αντιμνημονιακή εμμονή του κ. Σαμαρά και θεωρούν απαραίτητη τη στήριξη του προγράμματος εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν επιθυμούν να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ, αλλά θα εξέταζαν σοβαρά το νέο κόμμα γνωρίζοντας πως στη σημερινή πρωτόγνωρη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, θα παρέσχε την πολιτική, αλλά και κοινοβουλευτική, εάν κριθεί αναγκαίο, στήριξή του στην υλοποίηση των δεσμεύσεων του Μνημονίου. Με τη σωστή στελέχωση ο νέος φορέας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πυλώνα συναινετικής διακυβέρνησης, σταθερότητας και συνέχειας.