Οι Γερμανοί ψηφοφόροι απέδειξαν την εμπιστοσύνη τους στη συντηρητική καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία με βάση την απόδοσή της μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση βάσει μίας κεντροδεξιάς συμμαχίας της αρεσκείας της, όπως προκύπτει από τα επίσημα αποτελέσματα.
Οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ (CDU/CSU) συγκεντρώνουν ποσοστό 33,8%, το οποίο όμως είναι το χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό τους από το 1949. Οι Φιλελεύθεροι του FDP, όμως, κατορθώνουν να αποσπάσουν ποσοστό 14,6%, που είναι το καλύτερο που έχουν επιτύχει ποτέ στην εκλογική ιστορία της Γερμανίας.
Ωστόσο, εμφανής είναι η πτώση των Σοσιαλδημοκρατών που με 23% έπεσαν στο χαμηλότερο μεταπολεμικό εκλογικό τους ποσοστό. Οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν συγκεντρώσει 34,2% προ 4ετίας, πριν συμφωνήσουν με τους συντηρητικούς της Μέρκελ στον σχηματισμό του «μεγάλου συνασπισμού».
Από την πλευρά τους, τα άλλα αριστερά κόμματα καταγράφουν ποσοστά στα όρια των δημοσκοπικών προβλέψεων: 12,1 με 12,4% για το ριζοσπαστικό κόμμα «Η Αριστερά» και 10,1 με 10,5% για τους Πράσινους.
Επιστροφή στην αντιπολίτευση για το SPD
Αγνοημένοι όσο ποτέ άλλοτε από το εκλογικό σώμα, οι Σοσιαλδημοκράτες επιστρέφουν στην αντιπολίτευση έπειτα από 11 χρόνια στην εξουσία, με τα ποσοστά τους να έχουν πλαγιοκοπηθεί ακόμη περισσότερο εξ ευωνύμων από το ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς.
Το SPD έπεσε στα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά του 23%, ενώ η προηγούμενη χειρότερη εκλογική επίδοσή του χρονολογείται από το 1953 με 28,8%. «Το SPD είναι η σκιά του εαυτού του», σχολιάζει τη Δευτέρα η εφημερίδα «Frankfurter Rundschau».
«Είναι μία πικρή ήττα», παραδέχεται ο υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος για την καγκελαρία και απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, ο οποίος θα αναλάβει την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD στη νέα ομοσπονδιακή Βουλή. «Όμως στα 146 χρόνια της ύπαρξής του το SPD έχει ξεπεράσει και άλλες σοβαρές κρίσεις, όπως θα ξεπεράσει και αυτή», τόνισε.
Ο Στάινμαϊερ υποσχέθηκε να ασκήσει μία «σθεναρή αντιπολίτευση» και το κόμμα θα προσπαθήσει να αποτραπεί «η οπισθοδρόμηση», κυρίως σε ό,τι αφορά την ανάκληση της απόφασης για να εγκαταλειφθεί η ειρηνική χρήση ατομικής ενέργειας, που ελήφθη επί της καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005).
Ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος του Βερολίνου Κλάους Βόβεραϊτ, ο οποίος αποδεδειγμένα ακολουθεί μία αριστερή γραμμή, τόνισε πως πιστεύει στο «καθαρτήριο» της αντιπολίτευσης, όπου το SPD θα μπορέσει «να διαμορφώσει ένα σαφέστερο πρόσωπο».
Η εκτεταμένη μείωση του κράτους πρόνοιας κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Σρέντερ, ακατανόητη για μεγάλο μέρος του εκλογικού του σώματος, και κατόπιν η κυβερνητική σύμπραξη με τους συντηρητικούς, στοίχισαν ακριβά στο SPD.
Στα τέλη του 2007, το SPD έκανε μία αριστερή στροφή, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία προς τα αριστερά, με την άνοδο του κόμματος «Η Αριστερά», το οποίο υποστηρίζει ριζοσπαστικές θέσεις στα θέματα της κοινωνικής πρόνοιας και της ειρήνης. Όμως το 11,9% της Αριστεράς, και το 10,7% των Πράσινων, που αποτελούν τα καλύτερα ποσοστά τους, καταδεικνύουν πως εν πολλοίς οι ψηφοφόροι, και ιδίως οι νέοι (17% στους κάτω των 30 ετών και 21% στο ηλικιακό φάσμα 33-40 ετών) γύρισαν την πλάτη τους στους Σοσιαλδημοκράτες, τονίζουν οι αναλυτές.
«Έχουμε τις καλές απαντήσεις και θα κάνουμε αισθητή τη φωνή μας στην ομοσπονδιακή Βουλή», τονίζει ο ηγέτης της Αριστεράς Όσκαρ ΛαΦοντέν. Κατά τον ίδιο, «το SPD δεν μπορεί πλέον να αγνοεί τα ερωτήματα που θέτουμε».
Για τον Μπέρτολντ Χούμπερ, επικεφαλής του πανίσχυρου εργατικού συνδικάτου IG Metal, που για πρώτη φορά δεν εξέδωσε κάλεσμα υπέρ του SPD, «το κόμμα θα πρέπει να σταματήσει να μιλά για ανθρώπους, αλλά να μιλήσει στους ανθρώπους».
Και η «Frankfurter Rundschau» προσθέτει: «το SPD απώλεσε στη δεκαετία του ‘90 τους ψηφοφόρους του επ' ωφελεία των Πρασίνων και τα τελευταία χρόνια επ’ ωφελεία της Αριστεράς. Θα πρέπει να τους ξανακερδίσει με μία τακτική και προγραμματική αντεπίθεση. Την ευκαιρία αυτήν την έχει στην αντιπολίτευση. Και είναι η μοναδική του ευκαιρία».