Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Κουβανοί γιατροί δίνουν ελπίδα στα παιδιά του Τσερνόμπιλ

Το πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1990 συνεχίζεται ακόμα στην Αβάνα, βοηθώντας τα παιδιά να ξεπεράσουν τα προβλήματα στην υγεία τους που προκλήθηκαν από το Τσέρνομπιλ.

Η εντεκάχρονη Ολγα μπαίνει στο παραλιακό σπίτι με χοροπηδητά, ενώ τα μαλλιά της είναι ακόμη υγρά από τη βουτιά στην Καραϊβική. «Μ' αρέσει πολύ εδώ», λέει. «Το φαγητό είναι φοβερό, η θάλασσα καταπληκτική κι έχω κάνει πολλούς φίλους».

Η Ολγα δεν κάνει ακριβώς διακοπές στην Κούβα. Ένα από τα «παιδιά του Τσερνόμπιλ», βρίσκεται στο νησί για να υποβληθεί σε εντατική θεραπεία από μερικούς από τους καλύτερους γιατρούς της χώρας. Πηγαίνει σχολείο με 180 ακόμη παιδιά από την Ουκρανία. «Μου λείπει η χώρα μου», λέει. «Αλλά δεν θέλω να φύγω ποτέ από εδώ».

Η Ολγα είναι ένα από τα 18.000 παιδιά από την Ουκρανία που έχουν υποβληθεί τα τελευταία χρόνια σε θεραπεία στο νοσοκομείο Ταράρα, κοντά στην Αβάνα. Το πρόγραμμα δημιουργήθηκε το 1990 για να βοηθήσει τα θύματα της μεγαλύτερης πυρηνικής καταστροφής στην ιστορία, που σημειώθηκε τέσσερα χρόνια νωρίτερα.

Είκοσι τρία χρόνια μετά το Τσερνόμπιλ, το πρόγραμμα συνεχίζεται κανονικά. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα παιδιά που γεννιούνται τόσα χρόνια μετά την έκρηξη εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειές της. Όπως είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι παρά την απομόνωση και τις κυρώσεις εναντίον της, η Κούβα εξακολουθεί να προσφέρει θεραπεία σε αυτά τα παιδιά.

Η Ολγα πάσχει από μια δερματική ασθένεια που οφείλεται σε συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Τόσο το πρόσωπό της όσο και τα χέρια και τα πόδια της είναι γεμάτα ροζ και καφέ στίγματα. Η ασθένεια αυτή αποδίδεται στον τόπο όπου γεννήθηκε: ένα μικρό χωριό στην επαρχία Ρίβνε της βόρειας Ουκρανίας, κοντά στο Τσερνόμπιλ.

Δεν έχει υπάρξει, ούτε θα υπάρξει ποτέ, ένας ακριβής απολογισμός της πυρηνικής καταστροφής. Για πολλούς, οι πραγματικές συνέπειες δεν βρίσκονται στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον. Και οι συνέπειες αυτές δεν είναι μόνο σωματικές, λέει η Κουβανή παιδίατρος Μαρία Τερέσα Ολίβα, υποδιευθύντρια του προγράμματος. «Τα παιδιά υφίστανται και τις ψυχολογικές συνέπειες του περιβάλλοντός τους, με αποτέλεσμα να χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση».

Στην Ταράρα, τα παιδιά ακολουθούν θεραπεία ανάλογη με τις ανάγκες τους: άλλοτε διαρκεί 45 ημέρες, άλλοτε έξι μήνες. Στην περίπτωση της Ολγας, έναν ολόκληρο χρόνο. Δίπλα της, η 13χρονη Μαρίνα από το Κίεβο είναι σχεδόν φαλακρή, αλλά σιγά-σιγά ανακτά τα μαλλιά της. Έφτασε τον Μάρτιο για τρίτη φορά τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να ακολουθήσει θεραπεία για αλωπεκία. «Νοιώθω πολύ καλύτερα σε σχέση με την πρώτη φορά», λέει. «Οι γιατροί, οι δάσκαλοι, όλοι είναι υπέροχοι».

Αν ορισμένες διαταραχές -όπως ο 30πλασιασμός των κρουσμάτων καρκίνου του θυρεοειδούς μεταξύ των παιδιών της Ουκρανίας- συνδέονται ευθέως με το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, δεν είναι γνωστό αν ορισμένα από τα άλλα προβλήματα προκαλούνται από τη ραδιενεργή μόλυνση ή από το μετατραυματικό άγχος. «Υπάρχει πάντως σχέση μεταξύ τους», λέει η Ολίβα.

Η έκθεση σε ραδιενέργεια ύστερα από ένα δυστύχημα σαν εκείνο του Τσερνόμπιλ καταστρέφει την υγεία πολλών γενεών ανθρώπων, παρατηρεί η Γκάρντιαν. «Οι συνέπειες του Τσερνόμπιλ θα συνεχιστούν για πολλά χρόνια, και μπορούν να εκδηλώνονται είτε με την παραμόρφωση ενός άκρου είτε με την εκδήλωση ενός εξαιρετικά σοβαρού καρκίνου», τονίζει ο δρ. Τόνι Νίκολσον, αντιπρόεδρος της Βασιλικής Ένωσης Ακτινολόγων της Βρετανίας.

Η ραδιενέργεια καταστρέφει το σπέρμα των ανδρών και τα ωάρια των γυναικών, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά γεννιούνται με διάφορες διαταραχές, από καρδιακές παθήσεις μέχρι διανοητική ανεπάρκεια. «Ορισμένες από τις διαταραχές αυτές θα αποβούν μοιραίες, άλλες θα χρειαστούν χειρουργική επέμβαση, και όλες θα επηρεάζουν σοβαρά την ποιότητα ζωής του παιδιού», λέει ο δρ. Νίκολσον. «Ακόμη κι αν ένα παιδί γεννηθεί με καρκίνο στην Πολωνία, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι η αρρώστια του δεν σχετίζεται με το Τσερνόμπιλ».

Οι ουκρανικές αρχές έχουν εκφράσει επανειλημμένα την ευγνωμοσύνη τους προς την Κούβα. Η τελευταία εφαρμόζει με συνέπεια το πρόγραμμα, που εκτιμάται ότι της κοστίζει πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια. «Πολλοί αναρωτιούνται τι επιδιώκουμε», έλεγε πρόσφατα ο γενικός συντονιστής του προγράμματος Χούλιο Μεντίνα στην εφημερίδα Γκράνμα. «Είναι απλό: δεν δίνουμε αυτό που μας περισσεύει, μοιραζόμαστε ότι έχουμε».