Τις αμφιβολίες του για το κατά πόσο μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα το αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης της Κίνας, παρά την αλματώδη οικονομική πρόοδο, εξέφρασε ο καθηγητής Τζόζεφ Τσενγκ από το City University του Χονγκ Κονγκ, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 60 ετών από την άνοδο στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κίνα.
Μίλησε επίσης για τη διαφθορά που ανθεί στο μονοκομματικό σύστημα της χώρας, ενώ εκτίμησε ότι οι εθνοτικές διαμάχες στη Σιντζιάνγκ και το Θιβέτ δεν αποτελούν μεγάλο πρόβλημα για την ηγεσία. Όσο για τη σιωπή που επικρατεί σχετικά με το επώδυνο παρελθόν της Κίνας, ο καθηγητής Τσενγκ την απόδωσε εν μέρει στο φόβο που έχουν οι πολίτες να μην βρεθούν στο στόχαστρο των Αρχών. Τόνισε επίσης ότι, παρά τον ανερχόμενο ρόλο της Κίνας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, εξακολουθεί να είναι μία αναπτυσσόμενη χώρα με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Ακριβώς εξήντα χρόνια μετά την ίδρυση της Κομμουνιστικής Κίνας, ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα;
«Νομίζω ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για την ηγεσία είναι ότι το Κόμμα δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει το μονοπώλιο της εξουσίας που κατέχει και είναι αμφίβολο εάν η παρούσα “φόρμουλα” για τη συντήρηση της νομιμότητας του Κόμματος μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βραχυπρόθεσμα, το Κόμμα θα επιχειρήσει να διατηρήσει τη νομιμότητά του, μέσω του ρόλου του στην οικονομία, μέσω της παροχής κοινωνικής πρόνοιας και της προσπάθειας για καλή διακυβέρνηση, την ώρα που απουσιάζει η δημοκρατία. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν μπορεί να λειτουργήσει έτσι το σύστημα στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα».
Πιστεύετε λοιπόν ότι η επιτυχία στο οικονομικό πεδίο, που είναι και ο βασικός στόχος της κυβέρνησης, δεν αρκεί και οι πολίτες θα απαιτήσουν την ελευθερία τους;
«Ναι, είμαι ιδεαλιστής και πιστεύω στη δημοκρατία, μέσω της οποία μπορούν οι άνθρωποι να έχουν την αξιοπρέπειά τους, τα βασικά τους δικαιώματα και την ελευθερία τους. Η μεγαλύτερη πρόκληση για το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ότι, παρά το γεγονός ότι έχει το μονοπώλιο στην εξουσία, δεν ελέγχεται, με αποτέλεσμα να ανθεί η διαφθορά και τα “προνόμια”. Η διαφθορά αυτή, μαζί με την επιβράδυνση των ρυθμών της οικονομικής ανάπτυξης που θα έρθει μελλοντικά και τη διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μπορεί να αποδεχθεί επικίνδυνη και αποσταθεροποιητική».
Θεωρείτε ότι η ισχυρή παρουσία του κινεζικού κράτους στην οικονομία βοήθησε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης;
«Μάλλον. Σίγουρα η οικονομία δεν είναι απολύτως ελεύθερη σε αυτό το στάδιο και είναι ευτυχές το γεγονός ότι τη στιγμή του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού τσουνάμι, το κράτος έχει πολύ σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα και τεράστια νομισματικά αποθέματα – επομένως μπόρεσε να εισαγάγει ένα μεγάλο πακέτο για την τόνωση της οικονομίας, της τάξης των 480 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον περασμένο Νοέμβριο. Το τραπεζικό σύστημα είναι υγιές, τα ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων σχετικά χαμηλό, οπότε οι τράπεζες είναι σε θέση να παράσχουν επιπλέον δανεισμό. Η κρατική παρέμβαση έχει θεωρηθεί λοιπόν επιτυχημένη και η Κίνα αναμένεται να είναι η πρώτη μεγάλη οικονομία που θα εξέλθει από την ύφεση».
Πόσο μεγάλο πρόβλημα θεωρείτε ότι είναι για την κυβέρνηση οι μειονότητες στη Σιντζιάνγκ και το Θιβέτ;
«Νομίζω ότι δεν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα, υπό την έννοια ότι το ποσοστό των μειονοτήτων επί του συνολικού κινεζικού πληθυσμού είναι 6%. Οι Κινέζοι Χαν αποτελούν την πλειοψηφία τόσο στη Σιντζιάνγκ όσο και στις αστικές περιοχές του Θιβέτ. Η κεντρική κυβέρνηση είναι σε θέση να παράσχει αξιόλογες επιχορηγήσεις σε αυτές τις υποβαθμισμένες αυτόνομες περιοχές, ώστε να ενισχύσει τις κοινωνικές υπηρεσίες σε βαθμό που οι εθνοτικές μειονότητες να απολαμβάνουν υπηρεσίες καλύτερης ποιότητας απ’ό,τι οι Χαν. Μπορεί πάντως να πει κανείς ότι υπάρχει ένα “τυφλό σημείο” στην κινεζική ηγεσία, υπό την έννοια ότι πιστεύουν ότι όταν βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο, τα προβλήματα λύνονται. Σίγουρα υπάρχει ανεπαρκής σεβασμός για τη θρησκεία, τον πολιτισμό, την παιδεία των μειονοτήτων. Κατά τη διαδικασία του ταχύτατου οικονομικού εκσυγχρονισμού μπορούν να υπάρξουν διάφορα είδη όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, όπως το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών ή το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των Χαν και των εθνοτικών μειονοτήτων».
Πώς σχολιάζετε την πρόσφατη κίνηση της κινεζικής κυβέρνησης να αναλάβει μέρος της ευθύνης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής;
«Νομίζω ότι η κινεζική ηγεσία αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος, ότι η Κίνα πρέπει να συνεισφέρει στον έλεγχο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πάντως η Κίνα δεν θέλει να την πιέζουν, να την εξαναγκάζουν να αναλάβει αυτό που εκείνη θεωρεί μία υπέρμετρα μεγάλη ευθύνη. Οπότε το τυπικό της επιχείρημα παραμένει ότι το μερίδιό της στις κατά κεφαλήν εκπομπές είναι πολύ χαμηλό και ότι οι αναπτυγμένες χώρες παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου τις προηγούμενες δεκαετίες».
Πόσο πρόθυμοι είναι οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες στην Κίνα να συζητήσουν επώδυνα κομμάτια του παρελθόντος τους, όπως η Πολιτιστική Επανάσταση ή η σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν; Δεν είναι κάτι που έρχεται στο προσκήνιο εφόσον γιορτάζουν τα 60 χρόνια κομμουνιστικής εξουσίας;
«Οι κινεζικές Αρχές ασφαλώς δεν είναι διατεθειμένες να ανοίξουν ένα τέτοιο κουτί της Πανδώρας. Υπάρχει ο φόβος ότι αν επιχειρήσουν να εξετάσουν και να αξιολογήσουν το παρελθόν, όπως την κληρονομία του Μάο ή τη σφαγή στην Τιενανμέν, τότε πολύ σύντομα οι Κινέζοι πολίτες θα θελήσουν να αξιολογήσουν την πολιτική του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, αλλά και της παρούσας κυβέρνησης. Για την ώρα, ο κινεζικός λαός, λόγω της επίσημης λογοκρισίας, έχει πολύ περιορισμένη πρόσβαση στα στοιχεία, στα γεγονότα, ενώ επίσης δεν έχουν ιδιαίτερο κίνητρο για να ξεθάψουν ιστορικές αντιμαχίες».
Γιατί το λέτε αυτό;
«Αυτό έχει να κάνει εν μέρει με την επίσημη λογοκρισία και αυτολογοκρισία, που σημαίνει ότι οι καθημερινοί άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στα γεγονότα, ενώ υπάρχει και η γενικότερη τάση να μην θέλουν να μπλέξουν».
Πώς βλέπετε την Κίνα και τη θέση της στον κόσμο μελλοντικά;
«Σίγουρα η παγκόσμια θέση της Κίνας έχει βελτιωθεί. Έχει γίνει αποδεκτή ως σημαντική δύναμη, με αποτέλεσμα να έχει αναβαθμιστεί η θέση και η επιρροή της στους διεθνείς οργανισμούς. Υπάρχουν όμως αντιφάσεις σε ένα τέτοιο σενάριο. Η Κίνα μάλλον θα ξεπεράσει την Ιαπωνία μέσα στα ένα-δύο επόμενα χρόνια και θα γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, αλλά ταυτόχρονα σε κατά κεφαλήν βάση, το ΑΕΠ της εξακολουθεί να είναι κάτω από τα 3.000 δολάρια ετησίως, είναι δηλαδή ακόμα αναπτυσσόμενη χώρα. Την ίδια ώρα, η παγκόσμια επιρροή της να αναβαθμίζεται λόγω του μεγέθους της και της εντυπωσιακής της οικονομικής ανάκαμψης, αλλά και λόγω του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης».