«Σε έναν κόσμο, όπου η Κίνα «δένει» το νόμισμά της στο δολάριο σε μία υποτιμημένη ισοτιμία, η υποχώρηση του δολαρίου περιπλέκει περαιτέρω τις προσπάθειες για ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας».
Το τελευταίο διάστημα η υποτίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και του γιεν έχει απασχολήσει έντονα τα διεθνή μέσα. Σε ένα φυσιολογικό κόσμο η αποδυνάμωση του δολαρίου θα ήταν ευπρόσδεκτη, καθώς θα βοηθούσε τις ΗΠΑ να περιορίσουν το επικίνδυνα διογκωμένο εμπορικό τους έλλειμμα. Σε έναν κόσμο, ωστόσο, όπου η Κίνα «δένει» το νόμισμά της στο δολάριο σε μία υποτιμημένη ισοτιμία, η υποχώρηση του δολαρίου περιπλέκει περαιτέρω τις προσπάθειες για ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η διόρθωση του δολαρίου θα έπρεπε να έχει έρθει εδώ και καιρό. Η υπερτίμησή του άρχισε με την κρίση του μεξικανικού πέσο το 1994 και συνεχίστηκε επισήμως μέσω της πολιτικής του «ισχυρού δολαρίου», που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ μετά την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση το 1997. Η πολιτική αυτή παρήγαγε προσωρινά οφέλη στο επίπεδο της κατανάλωσης για τις ΗΠΑ και εξηγεί γιατί ήταν τόσο δημοφιλής στους Αμερικανούς πολιτικούς. Προκάλεσε ωστόσο μεγάλη ζημιά μακροπρόθεσμα και είναι ένας από τους παράγοντες, που συνέβαλε στη σημερινή κρίση.
Το υπερτιμημένο δολάριο είχε ως αποτέλεσμα την αιμορραγία της αμερικανικής οικονομίας σε επίπεδο εισαγωγών, θέσεων εργασίας και επενδύσεων, που μεταφέρθηκαν σε χώρες με φθηνά νομίσματα. Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία χαρακτηρίζεται από την ευελιξία και την κινητικότητα των δικτύων παραγωγής, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες επηρεάζουν πολύ περισσότερο από τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Επηρεάζουν επίσης την επιλογή του τόπου παραγωγής και επενδύσεων.
Η Κίνα είναι ο μεγάλος κερδισμένος από την αμερικανική πολιτική του «ισχυρού δολαρίου», στην οποία η ίδια συνέδεσε τη δική της πολιτική «αδύναμου γουάν». Το αποτέλεσμα είναι το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έναντι των ΗΠΑ να αυξηθεί από τα 83 δισ. δολάρια το 2001 σε 258 δισ. δολάρια το 2007, πριν από την έναρξη της ύφεσης. Μέχρι στιγμής το 2009 το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αντιστοιχεί στο 75% του συνολικού εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ εξαιρουμένων των πετρελαϊκών ειδών. Το υποτιμημένο γουάν έχει επίσης συμβάλει στην ταχεία αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Κίνα. Το 2002 μάλιστα προσέλκυσε τις περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο - ένα πραγματικά εντυπωσιακό επίτευγμα για μία αναπτυσσόμενη οικονομία.
Το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα βρίσκεται σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα όλα τα τελευταία χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι το αμερικανικό δολάριο να έχει υποχωρήσει έναντι του γιεν, του ευρώ, του ρεάλ Βραζιλίας και των δολαρίων Αυστραλίας και Καναδά. Η Κίνα ωστόσο επιμένει στην πολιτική της, με αποτέλεσμα το γουάν να μην έχει ενισχυθεί παρά ελάχιστα έναντι του δολαρίου. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την ταχεία ανάπτυξη του μεταποιητικού της τομέα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα νέο γύρο παγκόσμιων ανισορροπιών.
Η πολιτική της Κίνας συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Κρατώντας υποτιμημένο το νόμισμά της η Κίνα αποτρέπει τις ΗΠΑ να περιορίσουν το διμερές εμπορικό έλλειμμα. Επιπλέον, το πρόβλημα δεν απασχολεί μόνο τις ΗΠΑ. Η συναλλαγματική πολιτική της Κίνας της προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών όσον αφορά τις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ. Ακόμη χειρότερα, οι χώρες αυτές, των οποίων τα νομίσματα έχουν ανατιμηθεί έναντι του γουάν, θα πρέπει να περιμένουν μία «εισβολή» κινεζικών εισαγωγών. Η συναλλαγματική πολιτική της Κίνας σημαίνει ότι η υποτίμηση του δολαρίου, αντί να βελτιώνει την εικόνα του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ και να συμβάλλει στο να σταματήσει η αιμορραγία θέσεων εργασίας και επενδύσεων, πετυχαίνει στην πραγματικότητα να διαχέει αυτά τα προβλήματα στον υπόλοιπο κόσμο. Η Κίνα τροφοδοτεί νέες ανισορροπίες σε μία περίοδο, κατά την οποία πολλές χώρες μάχονται ενάντια της αδύναμης ζήτησης, απόρροια της παγκόσμιας κρίσης.
Το δολάριο είναι ένα κομμάτι ενός κύβου Ρούμπικ αποτελούμενου από συναλλαγματικές ισοτιμίες. Όσο η Κίνα επιμένει στην πολιτική του υποτιμημένου γουάν, η υποτίμηση του δολαρίου ενδέχεται να πυροδοτήσει παγκόσμιες αποπληθωριστικές δυνάμεις. Κι όμως, εξαιτίας μιας σειράς πολιτικών παραγόντων, οι πολιτικές ηγεσίες αρνούνται να αντιμετωπίσουν την Κίνα.
Στις ΗΠΑ, μία ψυχροπολεμική νοοτροπία, που διατηρείται έως σήμερα, σε συνδυασμό με την εσφαλμένη αντίληψη της αμερικανικής οικονομικής ανωτερότητας έχει ως αποτέλεσμα τα οικονομικά ζητήματα να εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερα των γεωπολιτικών ανησυχιών. Για αυτό και έχουν αφεθεί στη μοίρα τους οι σινο-αμερικανικές οικονομικές σχέσεις - κάτι που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο σήμερα για τις ΗΠΑ, δεδομένης της αδύναμης κατάστασης της αμερικανικής οικονομίας.
Όσον αφορά στον υπόλοιπο κόσμο, η εύκολη λύση είναι να επιρρίπτει την ευθύνη στις ΗΠΑ. Και αυτό πολλές φορές συμβαίνει εξαιτίας της στάσης των Αμερικανών, που εκλαμβάνεται ως υπεροπτική. Επιπλέον διατηρείται μία παλαιά αντίληψη στις χώρες του Νότου, η οποία τις θέλει να έχουν πάντα δίκαιο στις σχέσεις τους με το Βορρά και να επιδεικνύουν μεταξύ τους αλληλεγγύη όσον αφορά στις σχέσεις αυτές.
Όλες οι χώρες τέλος αποδεικνύονται κοντόφθαλμες, εκτιμώντας ότι η σιωπή θα τους κερδίσει εμπορικές χάρες από την Κίνα. Η σιωπή όμως απλώς επιτρέπει στην Κίνα να εκμεταλλεύεται τη διεθνή κοινότητα.
Η παγκόσμια οικονομία έχει πληρώσει τη σιωπή ή και τη συνεργία στις οικονομικές πολιτικές των τελευταίων 15 ετών, οι οποίες οδήγησαν στην πιο επικίνδυνη ύφεση από τη δεκαετία του '30. Και θα συνεχίσει να πληρώνει την παθητικότητα των πολιτικών ηγεσιών έναντι της καταστροφικής συναλλαγματικής πολιτικής της Κίνας.