Κλειστά εξακολουθεί να κρατά τα χαρτιά του το υπουργείο Οικονομίας σχετικά με τον ακριβή κατάλογο των επαγγελμάτων και των υπηρεσιών που θα απελευθερωθούν από την 1η Ιανουαρίου του 2010 σε εφαρμογή της σχετικής κοινοτικής οδηγίας (2006/ΕΚ/123) στο ελληνικό δίκαιο.
«Ο χαρακτήρας τού υπό κατάθεση νομοσχεδίου για την απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών είναι γενικός και οριζόντιος και δεν υπεισέρχεται σε κλαδικές λεπτομέρειες» ανέφερε χθες στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής ο υφυπουργός Οικονομίας Αθανάσιος Μπούρας παρουσιάζοντας τις γενικές κατευθύνσεις της νομοθετικής ρύθμισης.
Παρά τις επίμονες εκκλήσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης απέφυγε, όμως, να αναφέρει το σύνολο των προς απελευθέρωση επαγγελμάτων και αρκέστηκε να τονίσει ότι οι τομεακές λεπτομέρειες (το τι ακριβώς θα απελευθερωθεί) θα καθοριστούν με εγκύκλιο του υπουργείου.
Ενδεικτικά, πάντως, ο κ. Μπούρας αναφέρθηκε σε ορισμένες κατηγορίες που απελευθερώνονται με το σχέδιο νόμου όπως: οι υπηρεσίες παροχής συμβούλων, πιστοποίησης, δοκιμών διαφήμισης και εμπορικών πρακτόρων.
Επανέλαβε ακόμη ότι απελευθερώνονται οι επαγγελματικές υπηρεσίες δικηγόρων, μηχανικών, οικονομολόγων και κτηνιάτρων. Εντός του πεδίου εφαρμογής του νομοσχεδίου θα βρίσκονται επίσης οι υπηρεσίες που προσφέρουν τα σούπερ μάρκετ, οι υπηρεσίες ενοικίασης αυτοκινήτων, οι υπηρεσίες τουριστικών γραφείων, αναψυχής, αθλητικών κέντρων και υποστήριξης κατοίκων.
Αντίθετα, στις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του νόμου ο κ. Μπούρας υπήρξε πιο αναλυτικός λέγοντας ότι καλύπτουν: τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τα δίκτυα και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τις υπηρεσίες στον τομέα μεταφορών, τα γραφεία εύρεσης προσωρινής εργασίας, τις οπτικοακουστικές υπηρεσίες και τους κινηματογράφους, τις δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, τις ιδιωτικές υπηρεσίες ασφάλειας καθώς και τους συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές.
Για τις υπηρεσίες Υγείας, μάλιστα, ο κ. Μπούρας διευκρίνισε ότι θα υπάρξει «διακριτή και στοχευμένη» οδηγία που θα καθορίζει ακριβώς το πεδίο εφαρμογής της απελευθέρωσης. Απαντώντας, παράλληλα, σε σχετικές ερωτήσεις βουλευτών ανέφερε ότι η οδηγία δεν θίγει τον τρόπο λειτουργίας των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών.
Διασκεδάζοντας, πάντως, τις ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις του νομοσχεδίου στην ελληνική αγορά εργασίας ο κ. Μπούρας εκτίμησε ότι αυτές θα είναι θετικές και επωφελείς.
Διαβεβαίωσε, μάλιστα, ότι το προς κατάθεση σχέδιο νόμου περιέχει δικλίδες που διασφαλίζουν ότι θα γίνουν σεβαστές οι εθνικές διατάξεις του εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου. Αναφερόμενος παράλληλα στην ετοιμότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης για την υποστήριξη του νέου καθεστώτος στην αγορά υπηρεσιών, ο κ. Μπούρας τόνισε ότι υπάρχει υψηλή ετοιμότητα περίπου δέκα επιλεγμένων ΚΕΠ
Εκεί θα λειτουργήσουν τα πρώτα Κέντρα Ενιαίας Εξυπηρέτησης (ΚΕΕ) για τους παρόχους υπηρεσιών και τους αποδέκτες τους. «Στα ΚΕΕ θα τοποθετηθούν εκπαιδευμένα άτομα με ειδικευμένες γνώσεις και θα α συνδέονται ηλεκτρονικά με τα αντίστοιχα ΚΕΕ της Ευρωπαϊκής Ένωσης» τόνισε ο κ. Μπούρας.
Επιφυλακτική η αντιπολίτευση
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης εμφανίστηκαν εξαιρετικά επιφυλακτικά έναντι στην ενσωμάτωση της οδηγίας και τόνισαν ότι δεν μπορούν να τοποθετηθούν υπεύθυνα πριν δημοσιευθεί ο πλήρης κατάλογος των επαγγελμάτων που απελευθερώνονται.
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Κουσελάς υποστήριξε ότι γεννώνται τεράστια ζητήματα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του νόμου κάτι που αφήνει ανοικτό το θέμα τόσο του εργατικού δικαίου που θα ισχύσει όσο και των συμβάσεων εργασίας.
Συγκεκριμένα, διερωτήθηκε αν θα εφαρμοστεί το δίκαιο της χώρας εγκατάστασης ή της χώρας προέλευσης υπηρεσιών. Αντίστοιχες, επιφυλάξεις διατύπωσε και ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Αστέριος Ροντούλης.
Αντίθετα, εντελώς αρνητική στάση έναντι του νομοσχεδίου διατύπωσε ο Νίκος Καραθανασόπουλος από το ΚΚΕ και η Άννα Φιλίνη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Καραθανασόπουλος πρόβλεψε ότι η απελευθέρωση θα οδηγήσει σε ολιγοπώλια και σε αύξηση τις τιμής των υπηρεσιών και προεξόφλησε ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Από την πλευρά της, η κα Φιλίνη εξέφρασε σοβαρές ενστάσεις για την απελευθέρωση του τομέα της Παιδείας και του Πολιτισμού και χαρακτήρισε «εντελώς αρνητική διαδικασία» την ενσωμάτωση της οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο.