Εντυπωσιακή είναι η αύξηση των χρηστών του Ίντερνετ που παρατηρείται στην Ευρώπη αφού πλέον περισσότεροι από τους μισούς πολίτες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε την Τρίτη. Το συμπέρασμα αυτό, καταδεικνύει επίσης μια «ψηφιακή γενιά», η οποία ναι μεν «σερφάρει» αλλά δείχνει απρόθυμη να πληρώσει για τις υπηρεσίες που της παρέχονται.
Από το 2004 ως το 2008 παρατηρήθηκε αύξηση της τάξης του 30% στους χρήστες του Ίντερνετ, ενώ τα μισά νοικοκυριά και πάνω από το 80% των επιχειρήσεων διαθέτουν συνδέσεις υψηλών ταχυτήτων.
Το διαδίκτυο κάνει «θραύση» στις μικρές κυρίως ηλικίες, αφού το 66% των ατόμων κάτω των 24 ετών το χρησιμοποιούν κάθε μέρα (έναντι μόνο 43% στο σύνολο του πληθυσμού της ΕΕ) ενώ το 73% στις ηλικίες 16-24 (διπλάσιοι σχεδόν από τον μέσο όρο της ΕΕ 35%) μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες, χρησιμοποίησαν υπηρεσίες δημιουργίας και μοιράσματος δεδομένων.
«Μια νέα γενιά Ευρωπαίων που κατέχει το Διαδίκτυο και είναι έτοιμη να εφαρμόσει τους νεωτερισμούς του κάνει την εμφάνισή της. Αυτοί οι 'αυτόχθονες της ψηφιακής τεχνολογίας' αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό δυναμικό για την ανάπτυξη της Ευρώπης», υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενώ καταλήγει πως «αυτοί οι νεαροί χρήστες βρίσκονται επίσης σε απόσταση από τον υπόλοιπο πληθυσμό όσον αφορά στη στάση τους έναντι της πληρωμής για online περιεχόμενα και της αντίληψής τους ότι πολλές από τις υπηρεσίες και τα περιεχόμενα είναι διαθέσιμα δωρεάν στο Ίντερνετ ή απλώς με αντάλλαγμα το αντίτιμο για μια απεριόριστη σύνδεση».
Η νέα αυτή «ψηφιακή γενιά» δεν δείχνει διατεθειμένη να πληρώσει για τις online υπηρεσίες, αφού το 33% δεν προτίθεται να βάλει το χέρι στην τσέπη, το διπλάσιο δηλαδή ποσοστό από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Βρίσκονται στην πραγματικότητα στους κόλπους αυτής της γενιάς, αναλογικά διπλάσιας σε μέγεθος από τον υπόλοιπο πληθυσμό που έχει ήδη πληρώσει γι' αυτού του τύπου τις υπηρεσίες (10% των νεαρών χρηστών έναντι 5% του συνόλου του πληθυσμού της ΕΕ)», υπογραμμίζουν οι Βρυξέλλες και συμπληρώνουν πως «είναι επίσης περισσότερο διατεθειμένοι να πληρώσουν για να έχουν μια υπηρεσία ανώτερης ποιότητας ή μια πιο ενδιαφέρουσα τιμή από ό,τι σε ένα πραγματικό κατάστημα».