Kάπου 3,7 δισ. ευρώ θα διατεθούν από το Πρόγραμμα «Θησέας» για «μικρά» δημόσια έργα. Τα χρήματα είναι κοινοτικά και δεν φαίνεται να είναι επαρκή για μια πενταετία. Ωστόσο, η σημασία τους έγκειται στο ότι διατίθενται σε «μικρά» και όχι σε «μεγάλα» έργα: σε αγροτικούς και δασικούς δρόμους, σε έργα ύδρευσης ή αποχέτευσης, σε συντήρηση παραδοσιακών οικισμών, σε έργα για τη διαχείριση των σκουπιδιών κ.λπ. Με δυο λόγια, σε έργα που έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τη βελτιώνουν σε μικρό χρονικό διάστημα, την κάνουν πιο άνετη και πιο αποδοτική. Διαφορετικός είναι ο χαρακτήρας και ο ρόλος των «μεγάλων» έργων. Αυτοκινητόδρομοι μεγάλης και ταχείας κυκλοφορίας, σιδηρόδρομοι, μεγάλες γέφυρες, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα διανομής ρεύματος αερίου και πληροφοριών κ.λπ. Πιο εντυπωσιακά τα τελευταία φαίνονται και τα θαυμάζουμε. Λένε ότι προσθέτουν μερικές μονάδες στο εθνικό μας εισόδημα, αλλά επίσης βελτιώνουν την καθημερινή μας ζωή και την κάνουν πιο άνετη και πιο αποδοτική.
Ο χωρισμός των έργων σε «μεγάλα» και «μικρά» παραπέμπει σε συζήτηση της δεκαετίας του ’80, όταν σημειώθηκε και η «μεγάλη τομή» των νεώτερων χρόνων, θετική και αρνητική, της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη εκείνη διακυβέρνηση έληξε σε οκτώ χρόνια και μάλλον άδοξα. Αφησε, όμως, μέχρι σήμερα ανεξίτηλα σημάδια και στίγματα, σαν την ανεμοβλογιά. Λέγεται ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, εμπνευστής και διαχειριστής της «μεγάλης στροφής» έδινε ιδιαίτερη σημασία στα «μικρά» έργα της περιφέρειας. Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν ακόμη και σήμερα ότι με αυτό τον τρόπο σπατάλησε πολλά χρήματα χωρίς να ενισχύσει σημαντικά το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα έργα υποδομής. Τον κατηγορούν ακόμη ότι καθώς τα «μικρά» έργα είναι διάσπαρτα σε όλη τη χώρα και αφορούν μεγάλες μάζες πολιτών και ψηφοφόρων, τα έθεσε, μέσω της ελεγχόμενης Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στην υπηρεσία των κομματικών πελατειακών σχέσεων. Ικανοποιώντας όχι μόνο τις ανάγκες των πολιτών, αλλά και τις φιλοδοξίες εργολάβων και προμηθευτών και ποικίλων μεσαζόντων.
Ολα αυτά έχουν την αλήθεια τους και πιστεύω ότι κάπως έτσι, με τα «μικρά» και τα «μεγάλα» έργα, διαμορφώθηκε και γιγαντώθηκε εκτεταμένο και διακλαδωμένο δίκτυο διακυβέρνησης, αλλά και διαφθοράς. Το οποίο, όχι απλώς σώζεται μέχρι σήμερα, αλλά και εδραιώθηκε ως κύρια και βασική μέθοδος διακυβέρνησης.
Αυτή είναι η μια πλευρά και ίσως κάποτε πρέπει να παραδεχθούμε κυνικά ότι το ρουσφέτι, η συναλλαγή, η διαπλοκή και η ψηφοθηρία είναι τα μόνα σημεία επαφής μεταξύ πολιτικής και λαού που διαθέτει και προσφέρει η Δημοκρατία μας.
Στην άλλη πλευρά υπάρχουν οι συνεχείς και άμεσες ανάγκες βελτίωσης της καθημερινής ζωής, τις οποίες πιο σταθερά εξυπηρετούν τα «μικρά» έργα. Οι ανάγκες αυτές ήταν επείγουσες και πιεστικές στη δεκαετία του ’80. Ιδιαίτερα στην επαρχία όπου η ζωή βρισκόταν περίπου στο προπολεμικό επίπεδο. Τότε άρχισε να αλλάζει. Πιστεύω ότι θα άλλαζε με οποιονδήποτε άλλον κυβερνήτη, έτυχε στον Ανδρέα Παπανδρέου. Τα έργα ήταν απλά και σχεδόν ασήμαντα: νερό μέσα στο σπίτι, κεντρική αποχέτευση, ρεύμα σε κάθε σπίτι, στενοί, επαρχιακοί δρόμοι σύνδεσης με το πλησιέστερο επαρχιακό κέντρο. Αν σε αυτά προσθέσετε το υποτυπώδες ιατρικό κέντρο και την αγροτική σύνταξη, έχετε περίπου όλο το φάσμα των «μικρών έργων» που άλλαξαν ριζικά τη ζωή των ανθρώπων στην ύπαιθρο.
Μας έλεγαν τότε ότι σκοπός είναι να κρατηθεί ο πληθυσμός στα χωριά του και στις ασχολίες. Να ανακόψουν αυτό που και σήμερα ονομάζουν «αστυφιλία» και δεν είναι παρά η φυσική τάση κάθε ανθρώπου να αναζητάει καλύτερους όρους ζωής και περισσότερες ευκαιρίες.
Δεν νομίζω ότι πίστευαν σ’ αυτό τον σκοπό. Και πριν από τη δεκαετία του ’80 το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού στο σύνολο έπεφτε ραγδαία, όχι τόσο γιατί οι αγρότες προτιμούσαν τη ζωή της πόλης, όπως υπονοεί η λέξη «αστυφιλία», αλλά κυρίως γιατί οι αγροτικές ασχολίες γίνονταν όλο και λιγότερο αποδοτικές. Ηξεραν ή όφειλαν να ξέρουν ότι... η «αστυφιλία» δεν ανακόπτεται και τα διάφορα ιδεολογήματα που κατά καιρούς επιστρατεύουν, απλώς εκφράζουν τον τρόμο και την αμηχανία, με τι θα απασχολήσουν και πώς θα αφομοιώσουν τους πληθυσμούς που εγκαταλείπουν τα χωριά τους και κατακλύζουν τις πόλεις. Περίπου τον ίδιο τρόμο και την ίδια αμηχανία προκαλούν και οι οικονομικοί μετανάστες. Δεν υπάρχει βλέπετε αντιστοιχία μεταξύ παρακμής της υπαίθρου και βιομηχανικής ανάπτυξης της πόλης, ώστε φυσιολογικά να διοχετευθεί και να απορροφηθεί ο πλεονάζων πληθυσμός.
Ανακύπτει ένα ερώτημα για το νέο πρόγραμμα «μικρών» έργων, τον «Θησέα». Ποιες είναι οι κεντρικές κατευθύνσεις για τη διάθεση των πόρων. Αν κεντρικός σκοπός είναι η συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και στις ασχολίες του, μάλλον ματαιοπονούμε. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού του σκοπού, η ύπαιθρος έχει ανάγκη από έργα, «μικρά» έργα, για τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και του φυσικού κάλλους, για την αποτροπή των πυρκαγιών και τη δασοπυρόσβεση και κυρίως για τη συντήρηση των υδάτων και τη διαχείριση των σκουπιδιών.
Μήπως, όμως, πρέπει να σκεφθούμε ότι οι μεγάλες πόλεις έχουν επίσης άμεση ανάγκη από πολλά «μικρά» έργα σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος και συνοικίας; Είναι ένα ερώτημα που θα άξιζε να συζητηθεί...