Σχέδια για την περικοπή των επιδοτήσεων στον μισό αγροτικό πληθυσμό της χώρας τα προσεχή χρόνια απεργάζονται κοινοτικοί αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής το 2013. Η σχετική μυστική έκθεση αναφέρει ότι με την εφαρμογή της εξίσωσης των κοινοτικών επιδοτήσεων μεταξύ των λεγόμενων παλαιών και νέων χωρών (flat ray) από τα 2,3 δισ. ευρώ άμεσες ενισχύσεις που εισπράττει ετησίως η Ελλάδα (άλλα 700 εκατ. ευρώ είναι οι έμμεσες) μετά το 2013 θα εισπράττει περίπου το 50%, δηλαδή 1,1 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά, αν τα αντιστοιχίσουμε στα 35 εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται στη χώρα, δίνουν μια στρεμματική επιδότηση της τάξεως των 30 ευρώ για όλες τις καλλιέργειες και ασφαλώς οδηγούν στην έξοδο πάνω από τους μισούς έλληνες αγρότες, οι οποίοι ήδη κινούνται οριακά λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής. Γίνεται σαφές ότι ο κύκλος διαπραγματεύσεων της ελληνικής αντιπροσωπείας τα προσεχή χρόνια στις Βρυξέλλες θα είναι ο πλέον επίπονος, καθώς απειλείται με διάλυση η παραγωγική βάση της χώρας.
Στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης γνωρίζουν αυτούς τους σκοπέλους και επιχειρούν μέσω εθνικών επιλογών, όπως η στήριξη με έμμεσο τρόπο (μέσω της επιστροφής του φόρου πετρελαίου), των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, να διασώσουν ένα μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, με επώδυνο ωστόσο τρόπο, αφού δημιουργούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού για τους υπολοίπους...
Από την άλλη, η προετοιμασία για τη μετά το 2013 εποχή θα έχει ακόμη πιο οδυνηρές συνέπειες για τον εθνικό φάκελο, αφού η όποια συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού καθιστά ακόμη δυσμενέστερη τη θέση της χώρας στις διαπραγματεύσεις, με δεδομένο ότι οι επιδοτήσεις έχουν και κοινωνικό χαρακτήρα για τη στήριξη των πληθυσμών της υπαίθρου. Κοντολογίς, αλλιώς διαπραγματεύεται η χώρα το ποσό των επιδοτήσεων για περίπου 900.000
αγρότες που υποβάλλουν κάθε χρόνο δήλωση καλλιέργειας στο ΟΣΔΕ και αλλιώς για περίπου 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες (εξαιρουμένων των συνταξιούχων του ΟΓΑ). Πρόκειται ούτως ή άλλως για ένα ισχυρό σοκ που πρόκειται να δεχτεί όχι μόνον η ελληνική περιφέρεια, αλλά και η πραγματική οικονομία της χώρας, αφού για κάθε θέση εργασίας που χάνεται στον πρωτογενή τομέα και ιδιαίτερα στον αγροτοδιατροφικό αντιστοιχούν με τον πολλαπλασιαστή στην οικονομία περίπου οκτώ θέσεις απασχόλησης στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα.
Το σχέδιο είναι λοιπόν να μετατραπούμε ακόμη περισσότερο σε μια χώρα εισαγωγικού εμπορίου, τραπεζικών και τουριστικών υπηρεσιών, κάτι που θα σημάνει την ακόμη μεγαλύτερη υπερχρέωση της οικονομίας, την ακόμη μεγαλύτερη έκθεσή της στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και φυσικά την ακόμη πιο δραματική αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό- αγροτικό ισοζύγιο εισαγωγών- εξαγωγών.
Καθίσταται λοιπόν εθνική ανάγκη η χάραξη ενός εθνικού σχεδίου με πολιτικές στήριξης κλαδικές και όχι αποσπασματικά και επικοινωνιακού χαρακτήρα μέτρα. Για τη γεωργία και την κτηνοτροφία είναι ίσως επιτακτική ανάγκη να υπάρξει εθνική συνεννόηση, καθώς είναι πλέον πασιφανές ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας πάσχει και οδηγεί μόνο σε αδιέξοδα και υπερδανεισμό. Ιδιαίτερα θα πρέπει να αποφασίσει η πολιτική ηγεσία της χώρας αν επιθυμεί και τους μη κατά κύριο και αποκλει στικό επάγγελμα αγρότες στην παραγωγή, γιατί με τις πρακτικές της και υποχωρώντας στις συνδικαλιστικές πιέσεις οδηγεί στη βίαιη έξοδο από τον αγροτικό τομέα χιλιάδες μικρομεσαίους παραγωγούς, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να αναζητήσουν τη συμπλήρωση του εισοδήματός τους και με εξωγεωργικές δραστηριότητες. Αυτό προκύπτει από την πολιτική που χαράσσει τους τελευταίους μήνες το υπουργείο κάτω από την πίεση που ασκούν οι «μπλοκατζήδες» μεγαλοαγρότες...
Ετσι όμως έρχεται σε αντίθεση και με το μοντέλο και με τη φιλοσοφία της πολυαπασχόλησης που προωθείται στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και οδηγεί στο περιθώριο των εξελίξεων και την ελληνική περιφέρεια και τη χώρα...