Oσο και αν φαίνεται περίεργο, πριν από κάποια χρόνια η ιταλική κουζίνα δεν ήταν και τόσο διάσημη. Η φήμη της χτίστηκε πάνω σε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο που στην πραγματικότητα είχε στόχο την προώθηση των αγροτικών προϊόντων της χώρας. Το κράτος επιδότησε το άνοιγμα ιταλικών εστιατορίων ανά τον κόσμο.
Την ίδια «συνταγή» και μάλιστα με λιγότερο κόπο πρότεινε και σε εμάς η επίτροπος Γεωργίας της Ε. Ε. κ. Μάριαν Μπόελ, όταν επισκέφθηκε τη Σαντορίνη πριν από λίγες εβδομάδες. «Εχετε. τουρισμό. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για την προώθηση των θαυμάσιων κρασιών της χώρας σας», τόνισε, προσθέτοντας ότι έτσι θα ξεπεραστεί η αίσθηση ότι η Ελλάδα παράγει μόνο ρετσίνα.
«Ποιος πιστεύει ότι η Ελλάδα παράγει μόνο ρετσίνα σήμερα;», αναρωτήθηκα. Επιστρέφοντας από τις διακοπές, είχα την απάντηση. «Πολλοί».
Ολοι, δηλαδή, οι τουρίστες που δεν επισκέπτονται τα μοδάτα εστιατόρια στα μοδάτα νησιά της χώρας, αλλά αναζητούν μια ευπρεπή ταβέρνα να δοκιμάσουν τοπικές γεύσεις, που θα τις συνοδεύσουν με ελληνικό κρασί. Αν ως προς τα προσφερόμενα εδέσματα έχει γίνει μια κάποια πρόοδος, ως προς το κρασί τα πράγματα είναι πολύ άσχημα ή μάλλον πολύ ξινά. Στα περισσότερα εστιατόρια - ταβέρνες μπορείς να βρεις το ελληνικής επινόησης ποτό, το επονομαζόμενο «βαρελίσιο κρασί», που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν πίνεται ή... ρετσίνα. Οι τουρίστες, βέβαια, θεωρώντας ότι αυτό που πίνουν είναι «το ελληνικό κρασί», κάνουν την καρδιά τους ή μάλλον το στομάχι τους πέτρα και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους με το αγνώστου προελεύσεως και κατασκευής περιεχόμενο.
Φυσικά, θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι τα ελληνικά εμφιαλωμένα κρασιά είναι ακριβά και κανείς δεν θα τα αγόραζε σε μια ταβέρνα. Νομίζω ότι τα αποτελέσματα θα ήταν θεαματικά αν υπήρχε ένας σερβιτόρος που να ξέρει καλά τη δουλειά του. Ωστόσο, ακούγοντας τις εκκλήσεις των παραγωγών για απόσυρση ποσοτήτων οίνου (που θα γίνουν οινόπνευμα), αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να βρεθεί μια άλλη λύση.
Να διοχετευθεί, για παράδειγμα, τμήμα αυτών των ποσοτήτων στις τουριστικές περιοχές ως χύμα αλλά με συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητας, προέλευσης, ποικιλίας. Ετσι τουλάχιστον οι επισκέπτες μας θα μάθαιναν ότι εκτός από ρετσίνα η Ελλάδα παράγει και Αγιωργίτικο και Ξινόμαυρο και Αθήρι και Ροδίτη και γαλλικές ποικιλίες με πολύ καλές επιδόσεις. Θα ήταν μια αρχή...

