Ήρθε το Σαββατοκύριακο της μεγάλης εξόδου, για λαό και εξουσία. Υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, καταστηματάρχες, αλλά και πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί, βουλευτές (έκλεισε το Β’ θερινό τμήμα της Βουλής) έχουν πάρει ή παίρνουν το δρόμο για την εξοχή. Με μια εικόνα στα μάτια οι περισσότεροι -ένα πέλαγο μονάχο, γυαλιστερό, δροσάτο, ούτε συνωστισμός, ούτε οχλοβοή.
Ομως... Γολγοθάς για τους ΙΧήδες οι επισκευαζόμενες οδοί της ταλαιπωρίας, όπου όλοι εξισώνονται: «Αφρόκρεμα» και ταπεινοί, Ελληνες, Αλβανοί, Φραντσέζοι, Εγγλέζοι, Γερμανοί. Κάθε 5-10 χιλιόμετρα, μποτιλιάρισμα. Σ’ αυτήν τη σημειωτόν βασανιστική πορεία, η εικόνα της απάτητης ερημικής αμμουδιάς όπως την έβδομη ημέρα της Δημιουργίας, δίνει τη θέση της σε μια πιο αυγουστιάτικη, ρεαλιστική: Κοσμοχαλασιά και στην παραμικρή γωνιά. Τροχοφόρα, πολυμορφικά, τζιπ, κάμπερ, κουρσάκια, μηχανάκια, ημιφορτηγά να κατρακυλούν προς την ακρογιαλιά. Ομπρέλες να στήνονται, τέντες να τεντώνονται, ψάθες να απλώνονται, μοιραίες να ξαπλώνονται, ωραίες να κορδώνονται, μωρά να ουρλιάζουν, μητέρες να φωνάζουν, παραλίες ν’ αποβράζουν, πήχτρα στο σκουπίδι. Δεν θέλεις άλλο να ονειρεύεσαι, και μένεις να περιεργάζεσαι ξανά και ξανά τα αυτοκίνητα των ταλαίπωρων συνοδοιπόρων.
Μικρά και μεγάλα, σκονισμένα και αστραφτερά, βαρυφορτωμένα με βαλίτσες, ποδήλατα, ομπρέλες, καναπέδες (για το εξοχικό)... Να ανταλλάσσεις πλάγια φευγαλέα βλέμματα με νευρικούς οδηγούς που παίζουν ταμπούρλο στο τιμόνι, με βαριεστημένες συνοδηγούς που ανάβουν το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο και δεν εντυπωσιάζονται ούτε όταν από δίπλα περνά -πράγμα σπάνιο, τρομερό- το κομβόι των πολυτελών αυτοκινήτων (στο πρώτο είναι η «φρουρά», στο δεύτερο άλλη μία «φρουρά», στο τρίτο μάλλον ο επίσημος, αδύνατον να διακρίνεις πίσω από τα φιμέ τζάμια, στο τέταρτο η νταντά με τα παιδιά, στο πέμπτο οι βαλίτσες...).
Σπάνια βλέπεις πολιτικούς στην άσφαλτο. Συνήθως ροβολούν για Μύκονο, Πάρο, Τήνο, Τζια, Σίφνο, Σκόπελο, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά... Αθόρυβα. Δεν αναμένεις να τους δεις. Ζουν, υποθέτεις, σε μια απρόσιτη πολυτέλεια - αθέατες βίλες, αθέατα σκάφη, μακριά από τα βλέμματα των κοινών θνητών. Διακοπές πολιτικών. Εδώ που τα λέμε, είναι ένα προνόμιο που δεν πολυπαραχωρείται στους ακούραστους «εργάτες» της εξουσίας. Τους αναγνωρίζεται μόνο μια ολιγοήμερη ξεκούραση, και τάχιστη επιστροφή στον πολιτικό «Ολυμπο». Πολιτικός και διακοπές μοιάζουν έννοιες ασυμβίβαστες. Μπορείτε να φανταστείτε τον Καραμανλή να βάζει αντηλιακό; Μια κατάσταση πεζή που δεν συνάδει με την περίοπτη θέση όπου η κοινωνία τοποθετεί τους ηγέτες της.
Στη διάρκεια, λοιπόν, αυτών των περίφημων διακοπών, οι πολιτικοί, πιστεύουμε, δεν παύουν να εργάζονται. Να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, να δίνουν εντολές. Ενώ, όταν είναι στην πόλη, έχουμε την εντύπωση ότι ολιγωρούν, αδιαφορούν, αδρανούν, όταν πηγαίνουν διακοπές, με ένα περίεργο τρόπο έχουμε την αίσθηση ότι δεν ξεκουράζονται, γρηγορούν. Αν το χειμώνα δεν κάνουν σωστή πολιτική, το καλοκαίρι δεν κάνουν σωστές διακοπές. Ο πρώτος κάνει εξόρμηση και προεκλογική μαζί με την εκδρομική, ο δεύτερος προετοιμάζει τη νέα φοροεπιδρομή, ο τρίτος τρέχει στις πυρκαγιές, ο τέταρτος ρητορεύει...
Ναι, δεχόμαστε ότι κι αυτοί ανθρώπινα όντα είναι, έχουν οικογένεια, εξοχικό, κυκλοφορούν με σορτς, με μαγιό, όμως σε αντίθεση με τους κοινούς θνητούς, αυτοί διαφυλάττουν, όπου κι αν βρίσκονται, όποια περιβολή κι αν φέρουν, την υψηλή τους ιδιότητα. Επιδεικνύουν όλα τα χαρακτηριστικά του παραθεριστή, αλλά μέσα τους παραμένουν ηγέτες. Η σύζευξη των αγεφύρωτων είναι που πλάθει την εικόνα του ξεχωριστού πλάσματος.
Τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, τα κοσμικά κυρίως, μοιάζουν να παρουσιάζουν την πιο πεζή όψη των πολιτικών. Τι τρώνε, με ποιους, πού μένουν, τι φορούν, ποιο είναι το αγαπημένο τους ανέκδοτο. Ομως αυτές οι περιγραφές, αντί να τους απομυθοποιήσουν, τους τυλίγουν με μεγαλύτερη αίγλη, και κάνουν γαργαλιστική την κάθε μικρολεπτομέρεια. Ταυτόχρονα, τους κάνουν συμπαθείς: έχουν κι αυτοί τα τρωτά τους. Πράγμα το οποίο γνωρίζουν πολύ καλά και βεβαίως εκμεταλλεύονται, κερδίζοντας την τελική παρτίδα.