Ο καθηγητής κ. Χρ. Γιανναράς προσφέρει στους αναγνώστες κάθε Κυριακή στοχασμούς γνώσης σημαντικότατους, έστω και με κάποιες εκφραστικές οξύτητες μέχρι αμετροέπειας κάποτε. Οι επιφυλλίδες του αποτελούν υπόμνημα της εφημερίδας «Η Καθημερινή».
Στην επιφυλλίδα, όμως, της 19ης Ιουλίου 2009, με τον τίτλο ήδη «πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός», υπερέβη ο κ. Γιανναράς τα εσκαμμένα της στοχαστικής ευτολμίας και τα όρια της θεμιτής του δημόσιας προβολής προσωπικής γνώμης αρνητικής της εθνικής του λαού του ιδιότητας. Δεν αποδοκιμάζω την υπεραυστηρή έκφρασή του «βλάσφημη αισχρολογία του νέου Μουσείου της Ακρόπολης» έκγονη του ζήλου του για ελληνικότητα. Δεν μου επιτρέπεται όμως να ανεχθώ αφορισμούς, όπως «συνεχίζουμε να υπάρχουμε χωρίς πια να είμαστε Ελληνες» ή «ο Ελληνισμός τελείωσε ιστορικά με αργό και βασανιστικό (ταπεινωτικό) ψυχορράγημα που ξεκίνησε το 1833» και «Σε κάθε παραμικρή πτυχή του το σημερινό ελληνώνυμο κρατίδιο είναι μια ύβρις της ελληνικότητας».
Ανήκω στη γενεά των Ελλήνων, που το επτάμηνο 1940 - 1941 έσωσαν την ελευθερία των λαών της Ευρώπης και την τιμή της ανθρωπότητας. Η ευλαβική μνήμη, λοιπόν, των ηρώων νεκρών της γενεάς εκείνης μου υπαγορεύει να διαμαρτυρηθώ έντονα για τον θλιβερό ισχυρισμό του κ. Γιανναρά ότι ο Ελληνισμός «τελείωσε ιστορικά». Ευπρόσδεκτος μου είναι η νηφάλια κριτική για κάποιες σφαλερές τάσεις πολιτικών είτε διανοουμένων στην αποτίμηση των σημερινών αναγκών ή στην ερμηνεία των ιστορικών αξιών του έθνους. Οχι, όμως, και απογύμνωση της σημερινής γενεάς των Ελλήνων από την εθνική τους υπόσταση, με το κήρυγμα ότι «ο Ελληνισμός τελείωσε ιστορικά».
Ας κρατήσουμε από την επιφυλλίδα του κ. Γιανναρά την υπόμνηση της ιστορικής μεγαλουργίας των Ελλήνων της κλασικής εποχής και ιδιαίτερα την έξαρση των πνευματικά εξαίσιων επιτεύξεων του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, αλλά και του έξοχου κοινωνικού πολιτισμού των Ελλήνων στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Και ας απορρίψουμε το προϊόν μέθης μυκτηρισμού, υβριστικό για τους σημερινούς Ελληνες δόγμα, ότι ο Ελληνισμός «τελείωσε ιστορικά», με υπεύθυνο το από 1833 «νεωτερικό ελλαδικό κρατίδιο» διασκεύασμα των Βαυαρών και των οπαδών του Κοραή.
Ας μου συγχωρηθεί να διαμαρτυρηθώ και για την άδικη αυτή καταδίκη τής από το 1833 ελληνικής πολιτείας, μικρής έστω κοιτίδας τού ανά την οικουμένη Ελληνισμού.
Ας αναλογισθούμε σήμερα πώς ξεκίνησε το ελλαδικό αυτό κρατίδιο το 1833: με τη χώρα ερειπωμένη σε μέγα βαθμό στη διάρκεια της εννεάχρονης Επαναστάσεως (το εν τρίτο του ενεργού πληθυσμού και τα δύο τρία του παγίου κεφαλαίου ήταν οι απώλειες του ένδοξου Αγώνα) με πληθυσμό αναλφάβητο σε υψηλό ποσοστό· με τις αντιθέσεις ως προς τη γλώσσα μεταξύ οπαδών της καθαρεύουσας και οπαδών της δημοτικής αλλά και ως προς την αναδοχή των αξιών πολιτισμού από τη σύγχρονη Ευρώπη ή από την αρχαία Ελλάδα ή το εγγύτερο Βυζάντιο ή τη λαϊκή παράδοση· και προπάντων με το βάρος της αλυτρωτικής πολιτικής, δηλαδή του χρέους προς απελευθέρωση των υπό την οθωμανική ακόμη εξουσία Ελλήνων, πολυπληθέστερων κατά πολύ από τους Ελληνες του μικρού ελεύθερου κράτους. Ας μην λησμονούμε τις απελευθερωτικές Επαναστάσεις: της Νότιας Θεσσαλίας το 1841, της Κρήτης το 1841, το 1866, το 1896. Ηταν όλες ενισχυμένες ή και υποκινημένες από το ελεύθερο κρατίδιο.
Και όμως, το μικρό ελεύθερο κράτος, με την πολύτιμη εξάλλου συμπαράσταση των πέραν των συνόρων του Ελλήνων, κατόρθωσε πολλά και σπουδαία. Και παράγων κύριος υπήρξε ο βαθύβλυστος πατριωτισμός των όπου γης Ελλήνων (παράδειγμα εντυπωσιακό, το 1912: το ήμισυ του ελληνικού στρατού ήταν Ελληνες του εξωτερικού εθελοντές).
Στα βιβλία μου «Θεμέλια Ιστορίας και Πολιτικής» (1977) και «Ελληνικά» (1994) παρουσιάζω τον, αρκετά θετικό, απολογισμό των πεπραγμένων του ελληνικού ελεύθερου κράτους, καθώς και τους σημερινούς κινδύνους για το ελληνικό έθνος. Δεν λησμονώ άλλωστε και τις μαύρες σελίδες της αρχαίας και της μεσαιωνικής ιστορίας του Ελληνισμού. Και δεν παρασύρομαι να πρεσβεύω ιστορικό τέλος του Ελληνισμού.
Παρά τη γεωπολιτική ουτοπία και την αντιδρομή των καιρών, ο ελληνισμός πιστεύω ακράδαντα, συνεχίζει την Ιστορία του, και μάλιστα με τα ίδια ελαττώματα, όπως και στο ένδοξο παρελθόν, και με ικανά χαρίσματα δημιουργικότητας και ηθικότητας, έστω και όχι εφάμιλλα προς εκείνα των μεγάλων στιγμών της ιστορίας του.
Εμείς οι πρεσβύτεροι οφείλομε να μην αποθαρρύνομε τη νέα γενιά των Ελλήνων, αλλά να την παροτρύνομε προς ηθική έξαρση και πνευματική μεγαλουργία και προς τους άλλους τρόπους του ευ ζην.